15.4 C
Arta
23 Νοεμβρίου 2024

Αρχαία Αμβρακία – Βυζαντινή Άρτα: Σύντομη επισκόπηση της ιστορικής πορείας της πόλης

Διαβάστε επίσης

Στη σύγχρονη Π.Ε. Άρτης δεσπόζει η πόλη της Άρτας, η αρχαία Αμβρακία, η οποία διέγραψε μία ξεχωριστή και λαμπρή πορεία και αποτέλεσε το επίκεντρο των Ηπειρωτικών πραγμάτων σε διάφορες χρονικές περιόδους, από την αρχαιότητα έως και τη σύγχρονη εποχή. Παράλληλα και ολόκληρη η όμορη περιοχή επηρεάστηκε από το μεγαλείο της Άρτας και συμμετείχε σε αυτό, (π.χ. οι Δεσπότες της Ηπείρου ανοικοδόμησαν εντυπωσιακούς ναούς και μονές και σε άλλα σημεία της σύγχρονης Π.Ε.), συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ανάπτυξη και διατήρησή του.
Η αρχαία Αμβρακία και η βυζαντινή Άρτα βρίσκονται σήμερα κάτω από τη νεότερη πόλη, η οποία είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του λόφου της Περάνθης, στην αριστερή όχθη του ποταμού Αράχθου, σε απόσταση 16 χιλιομέτρων από τις εκβολές του, κοντά στο κλειστό λιμάνι Άμβρακα (σημερινό Φειδόκαστρο). Η θέση της μαρτυρείται στη γραμματεία της κλασικής αρχαιότητας π.χ. Ψευδό – Σκύλακας, Πολύβιος, Πλίνιος κ.α. αλλά αποδεικνύεται και από τις ανασκαφές και τα σωζόμενα μνημεία. Πρόκειται για μια θέση κατάλληλη για κατοίκηση, σε καίριο γεωγραφικό σημείο, με κλειστό προστατευμένο λιμάνι, εύφορες και αρκετές εκτάσεις για καλλιέργεια, άφθονα νερά, μικρούς λόφους που δεν εμποδίζουν την επικοινωνία και ήπιο μεσογειακό κλίμα.
Η ιστορική της πορεία ξεκινά με την άφιξη και εγκατάσταση των Θεσπρωτών στην Ήπειρο, στις αρχές της δεύτερης χιλιετηρίδας, οπότε στην περιοχή εμφανίζεται το θεσπρωτικό φύλο των Δρυόπων. Με το πέρασμα στην τελευταία προχριστιανική χιλιετία και ήδη από τον 9ο π.Χ. αι., στη θέση της σύγχρονης Άρτας μαρτυρείται, αμιγώς, Ηπειρωτικός οικισμός. Κατά τον επόμενο 8ο π.Χ. αι., οι Κορίνθιοι, αντιλαμβανόμενοι πρώτοι τη σημασία της περιοχής και στην προσπάθεια τους για έλεγχο των Ηπειρωτικών ακτών και του Ιονίου πελάγους, δημιουργούν έναν μικρό εμπορικό σταθμό, συμβιώνοντας αρμονικά με τους προϋπάρχοντες κατοίκους. Επίσημα, η Αμβρακία ιδρύεται από τους Κορινθίους ως αποικία τους το 625 π. Χ. από τον Γόργο, νόθο γιο του τυράννου της Κορίνθου Κύψελου (Στράβων, Γεωγραφικά). Το όνομα της πόλης είναι τοπικό και δε δόθηκε από τους αποίκους. Σύμφωνα με την εγχώρια παράδοση, οφείλεται στον Άμβρακα, γιο του Θεσπρωτού ή στην Αμβρακία, κόρη του Μελανέα, βασιλιά των Δρυόπων.
Οι πληροφορίες για τον 7ο π.Χ. αι. είναι ελάχιστες. Καταλυτικά μεταβάλλεται η εικόνα κατά τον ακόλουθο 6ο π.Χ. αι. Στη συγκεκριμένη περίοδο, η Αμβρακία λειτουργεί ως ένα σημαντικό κέντρο του κορινθιακού εμπορίου προς τη ΒΔ Ελλάδα, καθώς από αυτή ξεκινούσε μία μεγάλη εμπορική – στρατιωτική, οδική αρτηρία και αφού διέσχιζε ολόκληρη την Ήπειρο κατέληγε στην άλλη μεγάλη κορινθιακή αποικία, την Απολλωνία. Παράλληλα, ο 6ος π.Χ. αι. αποτελεί και εποχή ακμής για τον οικονομικό και καλλιτεχνικό τομέα της πόλης. Ως επόμενος σταθμός στην ιστορία της Αμβρακίας ορίζεται η ενεργή συμμετοχή της στους περσικούς πολέμους, με την αποστολή 7 πλοίων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Ηρόδ. 8.45) και 500 οπλιτών στη μάχη των Πλαταιών (Ηρόδ. 9.28). Κατά την περίοδο πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, όπως και κατά τη διάρκειά του, παρέμεινε πιστή στο πλευρό της Μητρόπολης Κορίνθου, βοηθώντας την με όλες της τις δυνάμεις, ιδίως κατά των Κερκυραίων, επειδή διέθετε μεγάλη στρατιωτική και ναυτική δύναμη (Θουκ. 1. 46), ενώ συνέχιζε να διανύει περίοδο ακμής σε όλους τους τομείς. Η κατάσταση δε θα τροποποιηθεί ούτε και κατά τον 4ο π.Χ. αι., οπότε η ισχυρή Αμβρακία μάχεται, με συμμάχους τους Κορινθίους, ενάντια στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, που είχε εισβάλει στην Ήπειρο και τελικά αποφεύγει την κατάκτηση. Ο 3ος π.Χ. αι. σηματοδοτεί τη μέγιστη ακμή της, οικονομική, στρατιωτική, εδαφική, πολιτιστική και πνευματική, κατά την κλασική αρχαιότητα, καθώς ο βασιλιάς των Μολοσσών Πύρρος μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα του πανίσχυρου κράτους του, την κάνει ορμητήριο των επιχειρήσεών του ενάντια στους Ρωμαίους και τη διακοσμεί με ναούς, δημόσια οικοδομήματα και έργα τέχνης. Οι διάδοχοι του Πύρρου κυβέρνησαν ως το 232 π.Χ. Τότε ξεσηκώθηκαν οι Ηπειρώτες και αφού δολοφόνησαν, στην Αμβρακία, τη Δηιδάμεια, την τελευταία απόγονο της βασιλικής οικογένειας, επανέφεραν τη δημοκρατία.
Τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίζονται ως ιδιαιτέρως ταραγμένα, καθώς οι Αμβρακιώτες αντιμετωπίζουν ποικίλες επιδρομές: των Μακεδόνων, των Αιτωλών και τελικά των Ρωμαίων. Αφού βγαίνουν αλώβητοι από τις μάχες με τους δυο πρώτους, το 189 π. Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Μ. Φούλβιος πολιορκεί την πόλη, η οποία, ύστερα από μικρή αντίσταση, συνθηκολογεί και δέχεται ρωμαϊκή φρουρά. Η χρονολογία αυτή θεωρείται ως αφετηρία της ρωμαϊκής περιόδου. Η παραπάνω συνθηκολόγηση, πιθανότατα, έσωσε την Αμβρακία από τη μετέπειτα καταστροφή και λεηλασία του Αιμιλίου Παύλου. Στη συνέχεια, ακολουθεί την τύχη και την πορεία των υπολοίπων Ηπειρωτικών πόλεων και υπάγεται πλέον στη δικαιοδοσία της Ρώμης. Μετά την ίδρυση της Νικόπολης, ένα τμήμα του πληθυσμού της μεταφέρθηκε εκεί, χωρίς όμως η Αμβρακία να ερημωθεί εντελώς. Συνεχίζει την πορεία της ως υπήκοος της Ρώμης, συρρικνωμένη μεν, εκμεταλλευόμενη δε τα πλεονεκτήματα της θέσης της και τα λίγα πολιτικά δικαιώματα που της παραχώρησαν οι κατακτητές, αλλά έχοντας χάσει πια την αίγλη της και τον πρωτεύοντα ρόλο της στα Ηπειρωτικά πράγματα.
Έκτοτε και κατά τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας και έως τη μεσοβυζαντινή εποχή και πιο συγκεκριμένα τον 11ο αι., δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ιστορία της πόλης. Το βέβαιο είναι ότι από τις αρχές του 4ου μ. Χ. αι. ανήκε, μαζί με τη γύρω περιοχή της, στην επαρχία της Παλαιάς Ηπείρου, με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, όπως αποδεικνύεται από την ανεύρεση παλαιοχριστιανικών βασιλικών και άλλων κτηρίων στην ευρύτερη περιοχή του Αμβρακικού κόλπου αλλά όχι εντός του αστικού ιστού της Άρτας. Η αναφορά, στον βίο του Αγίου Βαρβάρου στην πολιορκία της Αμβρακίας από τους Άραβες τον 9ο αι., πιθανότατα, αφορά την ομώνυμη πόλη στα ΝΑ του Αμβρακικού κόλπου και όχι την Άρτα. Επιπλέον, κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, πολλά μεγάλα αστικά κέντρα, που κατοικήθηκαν αδιάκοπα από την αρχαιότητα, εγκαταλείπονται, σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, καθώς πλέον έχουν παρακμάσει, ξεπεραστεί και δεν μπορούν να προσφέρουν ασφάλεια στους συνεχώς δοκιμαζόμενους από τις επιδρομές κατοίκους τους. Την ίδια περίοδο και η Νικόπολη βρίσκεται σε παρακμή και αποδιοργάνωση, λόγω των συνεχόμενων επιδρομών των Σλάβων αλλά και των Σαρακηνών πειρατών. Έτσι, οι τοπικοί άρχοντες και η βυζαντινή κεντρική διοίκηση αποφασίζουν να μεταφέρουν πλέον την έδρα του θέματος στη Ναύπακτο. Με τη σταδιακή εγκατάλειψη και ερήμωση της Νικόπολης, και παρόλο που ιδρύονται νέες, μικρότερες, καλά οχυρωμένες πόλεις π.χ. Ρωγοί, Ιωάννινα, κ.α., αρκετοί κάτοικοι εγκαθίστανται και πάλι στην αρχαία Αμβρακία, η θέση της οποίας προσέφερε ασφάλεια και γεωργικό πλούτο. Πληθυσμός έρχεται και από τη γειτονική Ακαρνανία και γι’ αυτό αναφέρεται σε μεσοβυζαντινές πηγές και ως Ακαρνανία και Ακαρνανική Αράχθεια.

Τον 11ο αι., επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, η Άρτα, χωρίς να διαδραματίζει κάποιον ξεχωριστό ρόλο αλλά απλώς συμμετέχοντας στα γεγονότα της εποχής, όπως και ολόκληρη η Ήπειρος, βρίσκεται στο επίκεντρο, στην προσπάθεια του Αυτοκράτορα και του στρατού του να εκδιώξει οριστικά τους Νορμανδούς από τα δυτικά εδάφη της επικράτειάς του. Οι αναφορές και οι περιγραφές για την περιοχή, στις πηγές, είναι αρκετές και μάλιστα απαντά για πρώτη φορά και το όνομα Άρτα, το οποίο ίσως προήλθε από παραφθορά των ονομάτων Αμβρακία και Άραχθος, ίσως από το λατινικό artus – arta, στενός – στενά ή από την αφθονία των προϊόντων της με τα οποία ‘’αρτιζόταν’’ , διατρεφόταν δηλαδή ολόκληρη η περιοχή. Επιπλέον, από τον 9ο ως τον 11ο αι., παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα γύρω από την πόλη, με αξιόλογους ναούς που σώζονται μέχρι σήμερα, π.χ. Αγίου Βασιλείου της Γέφυρας, Μονή Βλαχερνών, Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη, κ.α. Έτσι κατά τη μεσοβυζαντινή εποχή και ιδιαίτερα κατά τον 12ο αι., η Άρτα αρχίζει και πάλι την ανοδική της πορεία. Εξακολουθεί να ανήκει στο θέμα Νικοπόλεως. Τώρα όμως, γίνεται επισκοπή και πρωτεύουσά του αλλά και ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο.
Η επόμενη υστεροβυζαντινή φάση θεωρείται ως η εποχή της μέγιστης ακμής της Άρτας στη βυζαντινά περίοδο, κατά την οποία γνώρισε ένα λαμπρό μεγαλείο, δόξα, πλούτο, εξουσία. Όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν συνέπεια της ίδρυσης του «Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου» από τον Μιχαήλ Α΄ Άγγελο Κομνηνό Δούκα, εξάδελφο του αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου, μετά την κατάληψη της Κων/πολης από τους Σταυροφόρους το 1204, ο οποίος την όρισε ως πρωτεύουσα του κράτους του. Παράλληλα, πολλοί ευγενείς, καθώς αναγκάστηκαν να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη λόγω των Σταυροφόρων, εγκαταστάθηκαν στην Άρτα. Έτσι, ξαφνικά βρέθηκε να φιλοξενεί ένα μέρος της βυζαντινής αυλής. Από εδώ και στο εξής, θα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις υποθέσεις και την πορεία του «Δεσποτάτου», φιλοξενώντας τους ηγεμόνες του και αποτελώντας κέντρο των εξελίξεων.
Βέβαια, η ιστορική της πορεία, όπως και η αντίστοιχη του «Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου», χαρακτηρίζεται ως πολυκύμαντη, καθώς περιλαμβάνει αλλεπάλληλες μάχες, επαναστάσεις, εμφύλιες συγκρούσεις, την ιταλική, βυζαντινή, σερβική, αλβανική και τελικά, το 1449, οθωμανική κατοχή, πολλούς ηγεμόνες, δολοπλοκίες, συμμαχίες, καταστροφές, λεηλασίες, χωρίς όμως να απωλέσει το μεγαλείο, και τη σημασία της. Η περίοδος διακυβέρνησης του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα υπήρξε η πιο δημιουργική και γόνιμη. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του τοποθετείται η ίδρυση (βυζαντινή οχύρωση, Μονή Κάτω Παναγιάς, Παντάνασσα, Παρηγορήτισσα, κ.α.) ή ανακατασκευή και διαμόρφωση πολλών μνημείων (Αγία Θεοδώρα, κ.α.). Ενεργή στην πολιτιστική ανάπτυξη ήταν και η συμμετοχή της συζύγου του Θεοδώρας, η οποία ανακηρύχθηκε Αγία και πολιούχος της Άρτας.

Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα