Της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ
ΖΗΔΡΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ
Ο 13ος αι. σηματοδοτεί την έναρξη της υστεροβυζαντινής περιόδου. Ξεκινά με το γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και τον συνεπακόλουθο διαμελισμό της Αυτοκρατορίας από τους νέους κατακτητές. Τα παραπάνω γεγονότα εξανάγκασαν πολλούς άρχοντες και ευγενείς να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας, νόθος γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα και εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαακίου Β΄ και Αλεξίου Γ΄. Ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας ακολούθησε αρχικά τον Βονιφάτιο Μομφερατικό, στον οποίο ανήκε η Θεσσαλονίκη. Γρήγορα όμως άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε προς την Άρτα, όπου διοικητής ήταν ένας συγγενής του.
Η Ήπειρος τώρα, όπως και ολόκληρη η ενδοχώρα της Δ Ελλάδος, είχε δοθεί, σύμφωνα με την Partitio Romaniae, ως κτήση στους Βενετούς. Αυτοί, αν και γνώριζαν καλά την περιοχή και χρησιμοποιούσαν τμήματά της, σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα με τους Κομνηνούς προνόμια, άργησαν να αρχίσουν τις προσπάθειες για την κατάκτηση και υποταγή της, κυρίως λόγω της γεωγραφικής της διάρθρωσης που την καθιστά δυσπρόσιτη και τη διαχωρίζει σε ζώνες δύσκολες να διοικηθούν από μια ενιαία κεντρική διοίκηση αλλά και εξαιτίας της απόστασής της από τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Έτσι, ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας άδραξε την ευκαιρία να ιδρύσει στην επικράτειά της ένα ανεξάρτητο κράτος και να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής. Λίγο αργότερα, γύρω στο 1210, έπεισε τους Βενετούς ότι θα μπορούσε να τους απαλλάξει από τους δύσκολους κατακτητικούς πολέμους, κυβερνώντας εκείνος την Ήπειρο ως υποτελής και αντιπρόσωπός τους και διασφαλίζοντας τα συμφέροντά τους. Μάλιστα, υπέγραψε στην Άρτα, παρουσία και του Βονιφάτιου Μομφερατικού ως εγγυητή, σχετικό έγγραφο προνομίων υπέρ των Βενετών, οι οποίοι θα μπορούσαν να ασκούν ελευθέρα το εμπόριο στην περιοχή, ενώ ο Μιχαήλ θα ήταν υπεύθυνος για την ασφάλειά τους. Ο ίδιος πήρε από τον δόγη ως κληρονομικό φέουδο την επικράτεια που του είχε παραχωρηθεί με την Partitio Romaniae. Τα ίδια ακριβώς έπραξε και με τους Λατίνους στη Θεσσαλία. Σύντομα όμως, άρχισε να παραβιάζει κάθε συμφωνία και να καταλαμβάνει εδάφη τόσο στην Ήπειρο όσο και στη Θεσσαλία. Πέτυχε λοιπόν, άλλοτε με την πονηριά και την διπλωματία και άλλοτε με τη βία, να γίνει κύριος όλης της περιοχής από το Δυρράχιο ως τη Ναύπακτο, καθώς και τμημάτων της Θεσσαλίας. Έτσι δημιούργησε ένα εκτεταμένο κράτος, γνωστό ως Ανεξάρτητο Κράτος της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα.
Τον Μιχαήλ Α΄ Κομνηνό Δούκα διαδέχτηκε, το 1215, ο ιδιαίτερα φιλόδοξος ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος. Κατά την περίοδο διακυβέρνησής του, δημιούργησε ένα τεράστιο κράτος από το Δυρράχιο ως την Αδριανούπολη και από την Αχρίδα ως τον κορινθιακό κόλπο, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, ο ίδιος στέφθηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Η αρχή της πτώσης της αυτοκρατορίας του Θεοδώρου το 1230 και η κατάληψη μεγάλων τμημάτων της από τους Βουλγάρους δεν επηρέασαν άμεσα την Ήπειρο, που έμεινε έξω από το επίκεντρο των γεγονότων. Η οριστική κατάλυση της αυτοκρατορίας αυτής από την αντίστοιχη της Νίκαιας, το 1246, είχε ως αποτέλεσμα την επίσημη απονομή του τίτλου του «Δεσπότη» στους ηγεμόνες της Ηπείρου, ενώ περιόρισε το Δεσποτάτο στα όρια της Ηπείρου, Αιτωλοακαρνανίας και Θεσσαλίας.
Ως πρώτος ουσιαστικά Δεσπότης του κράτους της Ηπείρου υπήρξε ο Μιχαήλ Β΄ Δούκας, γιος του Μιχαήλ Α΄ και ανεψιός του Θεοδώρου, ο οποίος, μετά την αρχή διάλυσης της αυτοκρατορίας το 1230, επέστρεψε στην Άρτα από την εξορία και διεκδίκησε σθεναρά τα κληρονομικά του δικαιώματα στον θρόνο για να παγιωθεί σε αυτόν από το 1246. Ο Μιχαήλ Β΄ έχει χαρακτηριστεί ως αναμορφωτής του Δεσποτάτου. Εξίσου φιλόδοξος και θεωρώντας τον εαυτό του κληρονόμο του αυτοκρατορικού τίτλου, αφού φρόντισε να συνάψει συμμαχία με τον βασιλιά της Σικελίας Μαμφρέδο, εγκαθιστώντας έτσι τους Ιταλούς στην Ήπειρο, αλλά και με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, στράφηκε κατά της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Μετά τη μάχη της Πελαγονίας το καλοκαίρι του 1259 και τη συντριπτική ήττα που υπέστησαν ο Μιχαήλ Β΄ και οι σύμμαχοί του, ο αυτοκρατορικός στρατός προέλασε στα εδάφη του Δεσποτάτου, με επικεφαλής τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο, καταλαμβάνοντας τα Ιωάννινα, την Άρτα και άλλες μεγάλες πόλεις ως το Δυρράχιο. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Β΄ κατέφυγε στην Κεφαλονιά, στην οικογένεια των Ορσίνι, με τους οποίους συγγένευε.
Γρήγορα όμως, το ίδιο έτος, ανασύνταξε τις δυνάμεις του, ξαναγύρισε στην Άρτα και έδιωξε την ολιγάριθμη αυτοκρατορική φρουρά από τα Γιάννενα και τις άλλες πόλεις του Δεσποτάτου. Στην Άρτα και τα Γιάννενα έγινε δεκτός με ενθουσιασμό ως Δεσπότης. Το γεγονός αυτό φανερώνει το ανεξάρτητο πνεύμα των κατοίκων, οι οποίοι προτιμούσαν να κυβερνώνται από έναν τοπικό ηγεμόνα και όχι από την απομακρυσμένη κεντρική διοίκηση της αχανούς αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, ο στρατός του Δεσποτάτου συγκρούεται και πάλι με τον αυτοκρατορικό στρατό. Μετά το 1272, παρακολουθεί τις πολεμικές επιχειρήσεις των βυζαντινών ενάντια στον στρατό του Καρόλου Ανδεγαυού για τον έλεγχο της Νέας Ηπείρου. Από τώρα και στο εξής το Δεσποτάτο, εδαφικά περιορισμένο στα όρια της νότιας Ηπείρου, ακολουθεί τη δική του ξεχωριστή πορεία με πρωτεύουσα πάντοτε την Άρτα.
Μετά τον θάνατό του το 1268, ο Μιχαήλ Β΄ αφήνει, σύμφωνα με τη διαθήκη του, την Παλαιά Ήπειρο, την Αιτωλία και την Ακαρνανία στον γιο του Νικηφόρο, ενώ τη Θεσσαλία, η οποία πλέον διαφοροποιείται οριστικά από το Δεσποτάτο, στον νόθο γιο του Ιωάννη. Για λίγα χρόνια, το κράτος της Ηπείρου θα γνωρίσει μια ειρηνική περίοδο. Οι σχέσεις μάλιστα με την Κωνσταντινούπολη βελτιώθηκαν ύστερα από τον γάμο του Νικηφόρου με την ανεψιά του αυτοκράτορα Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή. Αλλά γρήγορα η κατάσταση θα ανατραπεί εξαιτίας της συνεχιζόμενης παρουσίας του Καρόλου Ανδεγαυού στην περιοχή της Νέας Ηπείρου, με άμεση συνέπεια τη διακήρυξη της ένωσης των δυο εκκλησιών από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, το 1274, προκειμένου να προσεταιριστεί τον Πάπα και να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον δυτικό κίνδυνο. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ως προδοσία ενάντια στην ορθοδοξία, αναζωπύρωσε την αντιπαλότητα με την Κωνσταντινούπολη και τη φλόγα της ανεξαρτησίας και οδήγησε τον Νικηφόρο να δώσει όρκο πίστης και υποταγής στον Κάρολο Ανδεγαυό, παραχωρώντας του μάλιστα και τα λιμάνια του Δεσποτάτου ως βάσεις. Βέβαια, οι επιδρομές των Ιταλών του Καρόλου αποκρούστηκαν οριστικά από τους βυζαντινούς το 1281, καθώς δεν επιχειρήθηκαν άλλες εξαιτίας εσωτερικών τους προβλημάτων. Το 1282 πεθαίνει ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος και τον διαδέχεται ο γιος του Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, ο οποίος εξομαλύνει και πάλι τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με την Ήπειρο.
Σύντομα όμως και μόλις το 1289, ο Κάρολος Β΄ Ανδεγαυός, επιθυμώντας να ενισχύσει τη θέση του στην Ήπειρο, προτείνει τον γάμο του γιου του Φιλίππου του Τάραντος με την κόρη του Νικηφόρου Θάμαρ. Η πρότασή του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στο Δεσποτάτο αλλά παράλληλα ανησύχησε τον βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος έστειλε σημαντική δύναμη στην περιοχή για να την υποτάξει. Σύμφωνα με τις διάφορες παραλλαγές του Χρονικού του Μορέως, τη μόνη πηγή των γεγονότων, κατά το έτος 1292 ισχυρός στόλος κατέπλευσε στον Αμβρακικό, ενώ 44 000 στρατός έφτασε από τη Νέα Ήπειρο και πολιόρκησε τα Ιωάννινα. Ο Δεσπότης Νικηφόρος ζήτησε αμέσως τη συνδρομή του συμμάχου του πρίγκιπα του Μορέως και του συγγενή του κόμητα Ορσίνι. Αυτοί αρχικά συγκεντρώθηκαν στην Άρτα και εν συνεχεία κατευθύνθηκαν προς τα Γιάννενα. Οι βυζαντινοί, μόλις πληροφορήθηκαν το γεγονός, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και οπισθοχώρησαν προς τη Θεσσαλία. Αντίστοιχα και ο στόλος τους απέπλευσε από τον Αμβρακικό. Η επιτυχία αυτή ενίσχυσε την αντιβυζαντινή μερίδα. Τελικά, το 1294 πραγματοποιήθηκε και ο γάμος Φιλίππου και Θάμαρ. Γενικά, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο η Ήπειρος βρίσκεται ανάμεσα στην Ιταλία και το Βυζάντιο. Οι ηγεμόνες της προσεγγίζουν και τις δυο πλευρές, επηρεάζονται από τις αντίστοιχες εξελίξεις, ενώ περιστασιακά κυριαρχούν πότε οι Ανδεγαυοί και πότε οι Βυζαντινοί, χωρίς όμως να εδραιώνονται. Οι Βυζαντινοί εκπροσωπούν την ελληνική συνείδηση των Ηπειρωτών και οι Ανδεγαυοί το μέσο για την διατήρηση της πολυπόθητης ανεξαρτησίας τους.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος