Η αριστοκρατική και εν συνεχεία αυτοκρατορική βυζαντινή οικογένεια των Αγγέλων κατάγεται από τη Φιλαδέλφεια, μία πολιτεία στην περιοχή της Λυδίας της Μ. Ασίας. Ως ιδρυτής της καταδεικνύεται ο Κωνσταντίνος Άγγελος, ο οποίος κατόρθωσε, μετά την εγκατάστασή του στην Κωνσταντινούπολη, να νυμφευθεί τη μικρότερη κόρη του Αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού Θεοδώρα και να λάβει τον τίτλο του Πανυπερσέβαστου. Αρχικά, ο Κωνσταντίνος Άγγελος, λόγω της ταπεινής καταγωγής του, δε θεωρούνταν ισότιμος με τους υπόλοιπους ευγενείς γαμπρούς του Αυτοκράτορα, όπως αποδεικνύεται από τον χαμηλότερο τίτλο του και την καθημερινή του μεταχείριση στο παλάτι. Χρειάστηκε πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια για να κερδίσει σεβασμό και αναγνώριση. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή η δράση του κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των Αυτοκρατόρων Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Ωστόσο, στο πλευρό του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού αναρριχήθηκε σε μία αρκετά υψηλή θέση και έφερε εις πέρας σημαντικές στρατιωτικές αποστολές, εξασφαλίζοντας έτσι στα αδέλφια του: Νικόλαο, Ιωάννη και Μιχαήλ μία καλή σταδιοδρομία.
Από τον γάμο του με τη Θεοδώρα Κομνηνή, ο Κωνσταντίνος Άγγελος απέκτησε πέντε γιους: τον Κωνσταντίνο, τον Ιωάννη, τον Αλέξιο, τον Ανδρόνικο και τον Ισαάκιο, δίνοντας σε όλους χαρακτηριστικά ονόματα της οικογένειας των Κομνηνών. Για τον μεγαλύτερο γιο, τον Κωνσταντίνο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία στις πηγές. Τις σημαντικότερες πορείες διέγραψαν ο Ιωάννης, ιδρυτής τους κλάδου της Ηπείρου από τον οποίο κατάγονται οι μετέπειτα κυβερνήτες του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου και ο Ανδρόνικος, ιδρυτής του κλάδου της Κωνσταντινούπολης και πατέρας των Αυτοκρατόρων Ισαακίου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου. Τέλος, ο Αλέξιος Άγγελος συνδέεται με την ίδρυση του μεγαλοπρεπούς ναού του Αγ. Παντελεήμονα στο Νέρεζι, ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά χριστιανικά μνημεία των Βαλκανίων.
Γενικά, η άνοδος της οικογένειας των Αγγέλων αποτελεί ένα ιδιαίτερο παράδειγμα τόσο από ιστορική όσο και από κοινωνιολογική άποψη, καθώς πραγματοποιήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε μία εποχή μάλιστα που η οικογενειακή προέλευση διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακριβώς εξαιτίας της προαναφερθείσας παγιωμένης κατάστασης αλλά και της ταπεινής καταγωγής τους, ορισμένα μέλη της οικογένειας των Αγγέλων πρόσθεσαν, από το β΄ ήμισυ του 12ου αι. και το επώνυμο Κομνηνός.
Επικεντρωμένοι πλέον στο παρακλάδι της οικογένειας που είναι άμεσα συνυφασμένο με τη βυζαντινή ιστορία της Ηπείρου, ο ιδρυτής του Ιωάννης Άγγελος, μετά από μία σημαντική πορεία στην Κωνσταντινούπολη, δεν πρόλαβε να δει το Ανεξάρτητο Κράτος της Η πείρου, δημιούργημα του νόθου γιου του Μιχαήλ Α΄ Αγγέλου Κομνηνού και εξαδέλφου των Αυτοκρατόρων Ισαακίου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου.
Πιο συγκεκριμένα, το γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και ο συνεπακόλουθος διαμελισμός της αυτοκρατορίας εξανάγκασαν πολλούς άρχοντες και ευγενείς να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα. Ο Μιχαήλ Α΄ ακολούθησε αρχικά τον Βονιφάτιο Μομφερατικό, στον οποίο είχε δοθεί η Θεσσαλονίκη. Γρήγορα όμως, άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε προς την Άρτα.
Η Ήπειρος τώρα, όπως και ολόκληρη η ενδοχώρα της Δ Ελλάδος, πέρασε στη δικαιοδοσία των Βενετών. Αυτοί, αν και γνώριζαν καλά την περιοχή και χρησιμοποιούσαν τμήματά της, σύμφωνα με τα παραχωρηθέντα, από τους Κομνηνούς, προνόμια, άργησαν να αρχίσουν τις προσπάθειες για την κατάκτηση και την υποταγή της, κυρίως λόγω της γεωγραφικής της διάρθρωσης αλλά και εξαιτίας της απόστασής της από τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Έτσι, ο Μιχαήλ Α΄ άδραξε την ευκαιρία να ιδρύσει στην επικράτειά της το Ανεξάρτητο Κράτος της Ηπείρου και να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής. Λίγο αργότερα, γύρω στο 1210, έπεισε τους Βενετούς ότι θα μπορούσε να τους απαλλάξει από τους δύσκολους κατακτητικούς πολέμους, κυβερνώντας εκείνος την Ήπειρο ως υποτελής και αντιπρόσωπός τους και υπερασπιζόμενος τα συμφέροντά τους. Μάλιστα, υπέγραψε στην Άρτα, παρουσία και του Βονιφάτιου Μομφερατικού ως εγγυητή, σχετικό έγγραφο προνομίων υπέρ των Βενετών, σύμφωνα με το οποίο διασφαλιζόταν η ελεύθερη άσκηση του εμπορίου, ενώ ο Μιχαήλ Α΄ θα ήταν υπεύθυνος για την ασφάλειά τους. Ο ίδιος πήρε από τον δόγη ως κληρονομικό φέουδο την επικράτεια που του είχε αποδοθεί από την Partitio Romaniae. Τα ίδια ακριβώς έπραξε και με τους Λατίνους στη Θεσσαλία. Σύντομα όμως, ξεκίνησε να παραβιάζει κάθε συμφωνία και να καταλαμβάνει εδάφη τόσο στην Ήπειρο όσο και στη Θεσσαλία. Πέτυχε λοιπόν, άλλοτε με την πονηριά και τη διπλωματία και άλλοτε με τη βία, να γίνει κύριος όλης της περιοχής από το Δυρράχιο ως τη Ναύπακτο, καθώς και τμημάτων της Θεσσαλίας.
Διάδοχός του στέφθηκε ο φιλόδοξος ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος Α΄ Άγγελος. Κατά την περίοδο διακυβέρνησής του, δημιούργησε ένα τεράστιο κράτος από το Δυρράχιο ως την Αδριανούπολη και από την Αχρίδα ως τον κορινθιακό κόλπο, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο ίδιος έλαβε τον τίτλο του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Η οριστική κατάλυση της αυτοκρατορίας αυτής από την αντίστοιχη της Νίκαιας, το 1246, είχε ως αποτέλεσμα την επίσημη απονομή του τίτλου του «Δεσπότη» στους ηγεμόνες της Ηπείρου, ενώ περιόρισε το Δεσποτάτο στα όρια της Ηπείρου, Αιτωλοακαρνανίας και Θεσσαλίας.
Ο πρώτος ουσιαστικά Δεσπότης του κράτους της Ηπείρου υπήρξε ο Μιχαήλ Β΄ Άγγελος Κομνηνός, γιος του Μιχαήλ Α΄ και ανεψιός του Θεοδώρου Α΄. Αυτός, μετά την απαρχή διάλυσης της αυτοκρατορίας το 1230, επέστρεψε στην Άρτα από την εξορία και διεκδίκησε σθεναρά τα κληρονομικά του δικαιώματα στον θρόνο για να παγιωθεί σε αυτόν από το 1246 έως το 1268. Ο Μιχαήλ Β΄ θεωρείται αναμορφωτής του Δεσποτάτου. Εξίσου φιλόδοξος και χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του κληρονόμο του αυτοκρατορικού τίτλου, αφού φρόντισε να συνάψει συμμαχία με τον βασιλιά της Σικελίας Μαμφρέδο αλλά και με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, στράφηκε κατά της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Μετά τη μάχη της Πελαγονίας το καλοκαίρι του 1259 και τη συντριπτική ήττα που υπέστη ο Μιχαήλ Β΄ και οι σύμμαχοί του, ο αυτοκρατορικός στρατός προέλασε στα εδάφη του Δεσποτάτου. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Β΄ κατέφυγε στην Κεφαλονιά, στην οικογένεια των Ορσίνι με τους οποίους συγγένευε. Γρήγορα όμως, το ίδιο έτος, ανασύνταξε τις δυνάμεις του, ξαναγύρισε στην Άρτα και έδιωξε την ολιγάριθμη αυτοκρατορική φρουρά από τα Γιάννενα και τις άλλες πόλεις του κράτους του.
Ένα από τα πολυάριθμα μνημεία της βυζαντινής Άρτας, το οποίο συνδέεται άμεσα με τον Μιχαήλ Β΄ Άγγελο Κομνηνό, είναι και το βυζαντινό κάστρο της. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοσμικής αρχιτεκτονικής, στα τείχη του οποίου έχει χαραχθεί η ιστορική της πορεία.
Ιδρυμένο επάνω στα θεμέλια των οχυρώσεων της αρχαίας Αμβρακίας, το κάστρο της Άρτας συνέβαλε στην ισχυροποίηση, σταθερότητα και ασφάλεια της βυζαντινής πόλης, με άμεση συνέπεια την ανάπτυξή της έως και την ανέλιξή της στο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου.
Η πρώτη αναφορά στις πηγές εντοπίζεται στο έργο του ραβίνου Βενιαμίν από την Τουδέλα της Ισπανίας, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη το έτος 1165 και υποστηρίζει ότι στο εσωτερικό του διέμεναν 100 περίπου Εβραίου. Μια εκ διαμέτρου αντίθετη πληροφορία που ανάγεται στα μέσα του 13ου αι. και αντλείται από τον βίο της Αγίας Θεοδώρας περιπλέκει το ζήτημα της ύπαρξης οχυρωματικού περιβόλου, καθώς χαρακτηρίζει την Άρτα ως ατείχιστη. Το τρίτο σχετικό χωρίο βρίσκεται στο Χρονικό του Μορέως του 14ου αι., όπου περιγράφεται η πολιορκία της πόλης και κατά συνέπεια και του κάστρου από τον Κάρολο ντ Ανζού της Νεάπολης, δύο φορές, χωρίς όμως επιτυχία.
Τα προαναφερθέντα στοιχεία των πηγών οδήγησαν τον Α. Ορλάνδο στη διατύπωση της άποψης ότι η Άρτα τειχίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 13ου αι., την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, υπό την απειλή των δυτικών κατακτητών, με πρωτοβουλία του Μιχαήλ Β΄ Άγγελου Κομνηνού. Ωστόσο, η ενδελεχέστερη μελέτη των πηγών, τα ποικίλα αρχαιολογικά δεδομένα αλλά και η σύγκριση της ιστορικής της πορείας και κατ’ επέκταση και του κάστρου της με αντίστοιχα βυζαντινά κάστρα της Ηπείρου, όπως των Ιωαννίνων και των Ρωγών, κατεύθυναν τη διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας και ακαταπόνητη μελετήτρια της περιοχής κ. Βαρβάρα Παπαδοπούλου προς την υπόθεση ότι η πόλη οχυρώθηκε ήδη από τη μεσοβυζαντινή εποχή. Πραγματικά, τα σημαντικά μεσοβυζαντινά εκκλησιαστικά μνημεία της υποδηλώνουν μια φάση ακμής. Παράλληλα, η ύπαρξη κάστρων τόσο στους όμορους Ρωγούς όσο και στα Ιωάννινα αλλά και τα γενικότερα ιστορικά δεδομένα, όπως η προσπάθεια της κεντρικής εξουσίας της Αυτοκρατορίας για παλινόρθωση, επανέλεγχο πολιτικό, στρατιωτικό και εκκλησιαστικό των περιοχών, η ολοκληρωτική αφομοίωση των ξένων πληθυσμών, η καταστροφή πολλών αστικών κέντρων από τις βαρβαρικές επιδρομές, οι πολιτικές και διοικητικές ανακατατάξεις που προκλήθηκαν κυρίως με την οργάνωση του θεσμού των θεμάτων και ευνόησαν την ίδρυση μικρότερων πόλεων σε φυσικά οχυρές θέσεις, σύμφωνα με τους νέους εμπορικούς δρόμους αλλά και τις νέες συνθήκες στηρίζουν την άποψη της κ. Παπαδοπούλου. Πιθανώς, στη μεσοβυζαντινή εποχή ανηγέρθη ένα κάστρο μικρό, το οποίο επεκτάθηκε και ανανεώθηκε ριζικά τον 13ο αι. από τον Μιχαήλ Β΄ Άγγελο Κομνηνό.
Το υστεροβυζαντινό πλέον κάστρο ακολούθησε την ιστορική πορεία της πόλεως. Αρχικά, προστάτευσε την πρωτεύουσα του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου και τα παλάτια των ηγεμόνων του. Το 1331 κατελήφθη από τον Gautié II de Briènne. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1338, πέρασε στη δικαιοδοσία του βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Σε λίγους μήνες όμως μετά την αναχώρηση του Αυτοκράτορα, κηρύχθηκε στην Ηπειρωτική επικράτεια επανάσταση. Οι ηγέτες της ήταν ο Νικηφόρος Βασιλίτζης και ο Αλέξιος Καβάσιλας. Πολύ γρήγορα, ο Βασιλίτζης έθεσε υπό τον έλεγχό του και τη διοίκησή του την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου Άρτα και αφού συνέλαβε τον νεοδιορισμένο απεσταλμένο του Αυτοκράτορα, Θεόδωρο Συναδηνό, τον φυλάκισε. Ταυτόχρονα, ο Καβάσιλας κατέλαβε το κραταιό κάστρο των Ρωγών, ενώ σαράντα άλλα μέλη της αντιβυζαντινής παράταξης το Θωμόκαστρο. Γύρω από τα τρία αυτά κάστρα, σε μια σαφώς οριοθετημένη έκταση ανάμεσα στην Άρτα και το Ιόνιο Πέλαγος, περιορίστηκε η επανάσταση και δε γενικεύτηκε. Ωστόσο, οι επαναστάτες παρέδωσαν την πόλη έπειτα από έξι μήνες πολιορκίας, με την ελπίδα ότι θα λάμβαναν προνόμια από τον Αυτοκράτορα.
Με την είσοδο στον επόμενο 14ο αι., το κάστρο της Άρτας θα γνωρίσει την ξένη κατοχή, όπως και άλλα εδάφη του Δεσποτάτου. Πιο συγκεκριμένα, στα μέσα του 14ου αι. κυριεύεται από τους Σέρβους και κατά το έτος 1359 από τους Αλβανούς. Ο 15ος αι. που ακολουθεί, ο τελευταίος αιώνας της ύπαρξης του Δεσποτάτου της Ηπείρου, βρίσκει το κάστρο της Άρτας να πολιορκείται σθεναρά από τον Κάρολο Ι Τόκκο. Ο λατίνος αυτός ηγεμόνας, φιλοδοξώντας να ανασυγκροτήσει, υπό την ηγεσία του, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, μάχεται σκληρά για το στρατηγικής σημασίας, ιστορικής αξίας αλλά και εξαιρετικά ισχυρό κάστρο, σε μια χρονική περίοδο μάλιστα που οι Αλβανοί ηγεμόνες διαφωνούν και διχάζονται μεταξύ τους. Η σκληρή πολιορκία και οι μάχες που την πλαισιώνουν περιγράφονται, με γλαφυρό τρόπο, στο Χρονικό των Τόκκων. Το έτος 1449 αποτελεί την αφετηρία έναρξης της μακραίωνης οθωμανικής περιόδου, καθώς τόσο το κάστρο όσο και η πόλη της Άρτας κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος