Είμαι κι εγώ απόφοιτος του ιστορικού 2ου Δημοτικού Σχολείου, όπου την δεκαετία του 80 και του 90 συστεγαζόταν με το 4ο Δημοτικό Σχολείο, εναλλάξ πρωί απόγευμα, στο κτήριο που βρίσκεται το ρολόι της πόλης μας.
Εκεί λοιπόν εκτός από τα μαθήματα που κάναμε, περάσαμε πολλές ώρες παίζοντας στα διαλείμματα, τόσο τις αθλοπαιδιές, όσο και άλλα παιχνίδια όπως τους βόλους (όπου σκάβαμε γουρνίτσες στα χωμάτινα παρτέρια πέριξ της αυλής), κυνηγητό, κρυφτό, μακριά γαϊδάρα κλπ, τα οποία συγκινούν ακόμη τα παιδιά του 21ου αιώνα, της γενιάς του ίντερνετ…
Στο σχολείο αυτό, αν και είχα πολλές και ευχάριστες αναμνήσεις και με τους δασκάλους μου, αλλά και με τους συμμαθητές μου, πήγα πολλά χρόνια αργότερα, με το εκλογικό βιβλίαριο στο χέρι (τότε δεν είχε ακόμη καταργηθεί) και είχα πάει να ψηφίσω σε εθνικές εκλογές. Όλα είχαν αλλάξει… Ζωγραφιές στους τοίχους, ωραίοι χάρτες κλπ.
Στο δάπεδο του σχολείου, το οποίο είναι φτιαγμένο από μωσαϊκό, είχε σχημαστιστεί με το πέρασμα των χρόνων, μια μικρή γουρνίτσα, στην οποία κλεφτά όταν είμαστε παιδιά παίζαμε. Η γουρνίτσα αυτή υπάρχει ακόμη… Όταν λοιπόν το 1996 είχα πάει να ψηφίσω δεν την θυμόμουν καθόλου.
Ξαφνικά όμως τυχαία πάτησα πάνω σε αυτήν και χωρίς να την κοιτάξω ένας ωκεανός αναμνήσεων και συναισθημάτων με κατέκλυσε. Θυμήθηκα εμένα και τους παιδικούς συμμαθητές του να σημαδεύουμε την μικρή εσοχή με την μεγάλη μπίλια, την περιβόητη νταρντάνα, τα παιδιά που τρέχοντας βγαίναμε στο διάλλειμα, τους δασκάλους που μας φώναζαν να μην τρέχουμε… Εν ολίγοις ένα κύμα εικόνων, όλης σχεδόν της παιδικής μου ηλικίας.
Όλη αυτή η κατάσταση, δημιουργήθηκε εντελώς ασυναίσθητα, καθώς φαίνεται ότι ισχύει αυτό που λένε οι ειδικοί πως «το σώμα θυμάται». Το ελαφρύ άγγιγμα με το πόδι (ούτε καν με το χέρι), έδωσε ένα μήνυμα στο σώμα, ότι βρισκόμαστε σε γνωστό σημείο και πραγματικά έστειλε ένα παλιρριακό κύμα μνήμεων που είχαν θαφτεί στο υποσυνείδητο.
Αυτές είναι εξάρσεις και εντυπώσεις, που μπορεί κάποιος να βιώσει μόνο όταν για μεγάλο χρονικό διάστημα έχει να επισκεφτεί έναν χώρο. Π.χ. σε ένα εορταστικό τραπέζι συζητούσα με αρτινούς, που μεγάλωσαν στην Άρτα και είχαν ξεχάσει ότι κάποτε η Κοσμά Αιτωλού και η οδός Βλαχούτση (οδοί στην κεντρική πλατεία) ήταν δρόμοι και περνούσαν αυτοκίνητα. Να σημειωθεί δε ότι η οδός Κοσμά Αιτωλού έγινε πεζόδρομος μετά το 2000. Η συνήθεια και η καθημερινότητα είναι βέβαιο ότι επικάλυψαν αυτές τις μνήμες.
Όμως αν ένας αρτινός είχε να έρθει στην πόλη μας, πάνω από τριάντα χρόνια, είναι βέβαιο ότι οι αλλαγές αυτές θα πυροδοτούσαν εκρήξεις μνήμης και σύγκρισης για το πως ήταν η Άρτα και πως είναι σήμερα.
Φανταστείτε λοιπόν το ΞΕΝΙΑ, το οποίο ήταν για 27 χρόνια κλειστό, πόσες μνήμες μπορεί να γεννήσει, αλλά και η επιστροφή του στον Αρτινό ως κομμάτι της κοινωνικής του καθημερινότητας, πόσες νέες μπορεί να δημιουργήσει.
Επειδή λοιπόν η δύναμη της μνήμης, είναι σε μεγάλο βαθμό συνδυασμένη με τα απλά σημεία της καθημερινότητάς μας, όπως είναι οι δρόμοι και τα τοποθέσια, καλό θα ήταν οι αλλαγές που γίνονται να μην είναι καταλυτικές και ολοκληρωτικές, γιατί στην ψυχοσύνθεση των πολιτών, υπάρχει και διάθεση συναισθηματικής αποκοπής – απομόνωσης.
Οι αλλαγές που γίνονται να κρατάνε και κάποια στοιχεία του παρελθόντος, να υπάρχει ομαλή μετάβαση, έτσι ώστε να διατηρείται ισχυρή και η ψυχική σύνδεση πολίτη και πόλεως…