14.7 C
Arta
29 Απριλίου 2024

Μικρά και αγαπημένα: Ο Τάκης…

Διαβάστε επίσης

Νέα στήλη από τον Δημήτρη Βλαχοπάνο

Στα μαθήματα ήταν σκράπας. Όχι πως δεν είχε μυαλό και πως δεν τα ’παιρνε τα γράμματα, αλλά είχε στραμμένη την προσοχή του αλλού το παιδί. Του αρέσανε υπερβολικά οι κοπέλες. Και βάλθηκε να βγάλει νωρίς γκόμενα και να περνά τις καλύτερες ώρες της μέρας μαζί της. Ήταν ξεβγαλμένος ο Τάκης. Είχε νοικιασμένο δικό του δωμάτιο, ενώ οι άλλοι εμείς μέναμε δυο δυο και σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις ακόμα και τρεις. Μα ο Τάκης έμενε μόνος. Πασάς!
Το δωμάτιό του μια τρύπα, σαν πλυσταριό, ένα πράμα. Σκοτεινό, με παράθυρο κάτω απ’ τη σκάλα. Μα του Τάκη του αρκούσε αυτό. Γιατί του άρεσε ο ύπνος. Κι όσο να ’ναι, το σκοτεινό δωμάτιο κάνει καλές συμμαχίες με τον ύπνο. Μα από διάβασμα κουμπούρας ο Τάκης. Όταν είχαμε απογευματινό πρόγραμμα, εκείνος κοιμόταν ως την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι για μάθημα. Κι όταν είχαμε πρωινό, την έπεφτε μετά το μάθημα και χουζούρευε όλο το απόγευμα. Κι αν ήταν το ξυπνητήρι του χαλασμένο, τότε συνέχιζε τον πρωινό ύπνο του ως το μεσημέρι. Καμιά φορά που άνοιγε τα μάτια και κοίταζε το ρολόι του, γύριζε απ’ το άλλο πλευρό με ήσυχη τη συνείδησή του: πού να πάω τώρα, όπου να ’ναι τελειώνει το πρόγραμμα, δε βαριέσαι, πρέπει ν’ αλλάξω ξυπνητήρι…
Τα είχε μπλέξει με τη Βασούλα. Πριν γνωρίσει τον Τάκη η Βασούλα και τα φτιάξει μαζί του, τα πήγαινε μια χαρά στα μαθήματα. Μα σαν μπερδεύτηκε με τον έρωτα το κορίτσι, πήγαν περίπατο τα μαθήματα. Την ξεμυάλισε ο Τάκης και την έβαλε στους δικούς του ρυθμούς. Πετούσε την τσάντα της πίσω απ’ την πόρτα της κι έτρεχε ν’ ανοίξει την πόρτα του Τάκη και να χωθεί στην αγκαλιά του. Και περνούσε με τη Βασούλα ο Τάκης ζωή χαρισάμενη.
Ναι, αλλά σαν πήρε τους βαθμούς δευτέρου τριμήνου ο πατέρας της, τον έπιασε κρύος ιδρώτας. Καμιά σχέση μ’ εκείνους του πρώτου. Την ψυλλιάστηκε ο άνθρωπος, χαζός δεν ήταν, μπήκε στη μέση ο έρωτας, σκέφτηκε και δεν έπεσε έξω. Κι όπως γίνεται στις περιπτώσεις αυτές, το ’ψαξε το πράμα για να δει ποιος είναι αυτός ο γαμπρός, που μαζί του νταραβερίζεται η κόρη του. Δεν ήθελε, ωστόσο, ν’ αρχίσει ανακρίσεις και να την πάρει με απειλές και φοβέρες. Στο χωριό ζούσε ο άνθρωπος, δουλειές με το τσουβάλι, πού χρόνος να στήνεται στις γωνίες για να παραφυλάει πού άνοιξε στράτες και ξεμυαλίστηκε η κόρη του.
«Έλα εδώ, Σιώζιο», φωνάζει τον ανεψιό του Θοδωρή. «Θα σου δώσω δέκα δραχμές άμα μου πεις με ποιον τα ’χει σιασμένα η ξαδέρφη σου η Βασίλω».
«Α, δεν κάνω ιγώ τέτοια, μπάρμπα», κοίταξε να τον αποφύγει ο Σιώζιος, που του άρεσε και το δεκάρικο, αλλά φοβόταν και τα παιδιά μην τον αρχίσουν στις φάπες.
«Δεν ντρέπεσαι, μωρέ, σ’ αρέσει ν’ ακ’στεί στο χωριό η ξαδέρφη σ’ ότι τα ’μπλεξε, να πούμε, με κανέναν μαντράχαλο;»
Του βρήκε το αδύνατο σημείο και τον χτύπησε στο φιλότιμο.
«Πάρε αυτά τα πέντε φράγκα τώρα και τ’ άλλα πέντε, άμα μ’ φέρ’ς νεότερα», τον καλόπιασε ο μπάρμπας του και τον έβαλε στο κόλπο.
Δεν του ανέθεσε δα και καμιά δύσκολη αποστολή. Μια δυο φορές την ακολούθησε ο Θοδωρής και την είδε να γλιστρά στο δωματιάκι του Τάκη. Το άλλο Σάββατο σφίχτηκε να πάρει και το υπόλοιπο ταλιράκι. Έτσι κι έτσι τα ξεφούρνισε στον μπάρμπα του κι έβαλε φωτιά στην μπαρουταποθήκη της καρδιάς του.
«Μ’ αυτόν, μωρή, τα ’μπλεξε η γαϊδούρα; Αυτός δεν έχ’ νου για γράμματα, φτου…» τα έσυρε ξεφωνίζοντας στη γυναίκα του το βράδυ, μα στη Βασούλα δεν έβγαλε άχνα, φοβόταν μην τα κάνει χειρότερα.
Μα έλαβε ύστερα τις αποφάσεις του. Όμορφο αγόρι ο Τάκης και μάγκας, μα δεν έκανε για την κόρη του, άσε που την ήθελε για να περνά τον καιρό του και θα την παράταγε σίγουρα. Πριν πάρει το απολυτήριο η Βασούλα, την αρραβώνιασε ο πατέρας της με τον Στάθη, τον κτηματία, δεν αντιστάθηκε η Βασούλα, της τάξανε καλή ζωή και ταξίδια με τον πλούσιο Στάθη, μπορεί να ’ταν καλή στα γράμματα η Βασούλα, μα από μυαλό κούτσουρο!
Κι έμεινε ο Τάκης να ελπίζει πως θα γυρίσει μια μέρα κοντά του η Βασούλα. Και τραγουδούσε πότε σφυρίζοντας κι άλλοτε ξεφωνίζοντας το τραγουδάκι «baby, come back», που ήταν τότε της μόδας.

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα