18.2 C
Arta
17 Μαΐου 2024

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ…θέσεις για το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, την ΦΥΣΗ, το ΚΥΝΗΓΙ: Τα ορφανεμένα σπίτια…

Διαβάστε επίσης

Του Κώστα ΛΥΤΡΑ

Όσοι κυνηγάμε, τα συναντάμε συχνά…Στην άκρη μιας παλιάς στράτας, που κανείς πια δεν την περπατά, στη μέση ενός ξέφωτου, που ολοένα και μικραίνει, γιατί το δάσος ξέρει να «εκδικείται» τα έργα των ανθρώπων, πάνω σε ένα ύψωμα που ο νοικοκύρης το έχτισε κάποτε για να έχει «αγνάντιο» στον κάμπο και σ΄ ένα μέλλον, που τότε έδειχνε καλύτερο.

Τυλιγμένα στη μοναξιά τους, αυτά τα έρημα σπίτια μετρούν τους χειμώνες και τα καλοκαίρια τους και συλλογιούνται πόσα χρόνια τους απομένουν ακόμη πριν τα ξεριζώσουν οι καιροί.

Να σπάσεις το τουφέκι και να προσέχεις μην ταράξεις τη σιωπή όταν περνάς τον αυλόγυρό τους. Με σέβας και συναίσθηση ότι εκεί κάποτε άνθισαν ζωές, φαμίλιες ανθρώπων έχυσαν τον ιδρώτα τους, παιδιά αναστήθηκαν, χαρές και θρήνοι έχουν ποτίσει τους τοίχους τους, όλος ο αγώνας και η παλικαριά μιας γενιάς έγινε υλικό για το «αρμολό» τους…

Κάθε φορά που συναντάω κάποιο απ΄ αυτά, έχω την αίσθηση ότι διαβάζω στους τοίχους του την ιστορία αυτής της πατρίδας. Τις παραδόσεις της, την τέχνη των παλιών ανθρώπων να δουλεύουν την πέτρα, το ξύλο και τον πηλό, τις περιόδους της ειρήνης και τα χρόνια των ξεριζωμών, τους καιρούς που η γη αισθανόταν την ευλογία του ζευγάτη και τους άλλους, τους δίσεκτους καιρούς, που οι άνθρωποι έφυγαν για την ξενιτιά ή το χωνευτήρι της Αθήνας.

Σήμερα, τα σπίτια στέκουν εκεί σαν να μοιρολογούν το φευγιό των ανθρώπων που τα έφτιαξαν.

Κανείς δεν ακούει πια το τρίξιμο στα κεραμίδια της στέγης, κανείς δεν δηλώνει παρών, μόνο ένα θυρόφυλλο χτυπάει ο άνεμος…

Μείναν όμως ανοιχτά εκείνα τα μονοπάτια που τα μικρά βηματάκια των παιδιών ακούγονταν να τρέχουν πίσω από τον πατέρα. Η ξύλινη πόρτα στην άκρη του χωραφιού έτοιμη ν΄ ανοίξει. Άνοιξε. Ανάμεσα στα αμπέλια που έχουν τρυγηθεί έμειναν σκόρπια τα ξεραμένα τους φύλλα να τα χαϊδεύει το ψιλό πράσινο χορταράκι που φύτρωσε μετά τις πρώτες βροχές. Στην άκρη του φράχτη, όπου πέσανε τ΄ καρύδια, η μνήμη ψάχνει τριγύρω να βρει δυο πέτρες.

Μια πέτρα προσήλια ψάχνει να ξεκουραστεί ο κυρ-Λευτέρης, ακίνητος ανάμεσα στο κοπάδι που κινείται αργά καθώς βόσκει. Τα κατσικάκια παίζουν με τα πιτσιρίκια που τα κυνηγούν και τα τραβούν από τα μπροστινά τους πόδια, σκοντάφτοντας εδώ κι εκεί, λερώνοντας τα ρούχα.

Πίσω από τα γυμνά κλαδιά είναι ο ουρανός, μπλε του κοβαλτίου απλωμένο με φαρδύ πινέλο πάνω σε καμβά. Κάποιες πιτσιλιές πεσμένες ανακατεύτηκαν με τους ίσκιους στα παχιά κλαριά μέσα στα κυπαρίσσια. Στον κήπο του κουτσού, δίπλα στη βρύση, βρίσκεται το ξύλινο κούτσουρο.

Πάνω του ξεκουράζονται οι σκιές από τα κυνήγια, οι αναπάντεχες χαρές και οι απρόσμενες λύπες. Η βρύση είναι έτοιμη ν΄ ανοίξει. Άνοιξε. Το χώμα γέμισε νερό, ο αέρας γέμισε δροσιά. Με τα παπούτσια βρεγμένα η σκέψη προχωρά πλάι στις ακακίες, μέχρι το δρόμο απ΄ όπου διακρίνονται καλοσχηματισμένες οι γραμμές του λόφου με τις βελανιδιές. Στον ορίζοντα φάνηκε βιαστικά -μα καθαρά- το κοφτό πέταγμα του κότσυφα, καθώς γυρίζει πίσω από το πουρνάρι.

Αυτό το πουρνάρι που είχε απλώσει κι έζωσε τις ξεραμένες συκιές κι ενώθηκε με τους γεμάτους από κράνα θάμνους. Δίπλα στις κρανιές κάθεται ο πατέρας και με το σουγιά σκαλίζει μια διχάλα για σφεντόνα. Λίγες- λίγες οι φλούδες πέφτουν στα πόδια του, λίγα – λίγα τα πριονίδια του χρόνου που γίνονται ένας μικρός σωρός.

Ο κότσυφας πετάγεται με θόρυβο. Ξοπίσω του τα παιδιά ξαφνιασμένα φτάνουν στην ποριά που είναι έτοιμη ν΄ ανοίξει. Άνοιξε.

Στο μονοπάτι της επιστροφής τα βήματα είναι αθόρυβα πάνω στο νοτισμένο χώμα. Ακούγεται μόνο το κελάηδισμα του κότσυφα ως αργά. Μουλωμένος μέσα στις κυδωνιές δε φαίνεται καθόλου στην απογευματινή καταχνιά…

Μην μετακινήσεις τίποτα, άφησέ τα όλα όπως τα βρήκες αφημένα. Κόψε ένα κλαράκι γιασεμιού από την αφρόντιστη αυλή και συνέχισε. Ποιος ξέρει ίσως οι παλιές μέρες να ξανάρθουν…

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα