Ήταν η εποχή των χίπις και των γιεγιέδων. Εlvis Prisley, Beatles, Rolling Stones και τα τοιαύτα. Μαλλιά κοριτσίστικα, χωρίστρα στη μέση, παρδαλά πουκάμισα και μπλουζάκια, παντελόνια καμπάνα, ζώνες χοντρές, αγγλικά τσάτρα πάτρα, ηλεκτρόφωνα και πικάπ, δίσκοι σαράντα πέντε στροφών, νεανικά παρτάκια, χοροί σέικ και μπλουζ, χαμηλά φώτα, ακουμπισμένα στους τοίχους τ’ αγόρια μ’ ένα ποτήρι στο χέρι βερμούτ ή μαρτίνι, αγόρια πολλά και βαρβάτα, κοπέλες ελάχιστες και δειλές, «να σε χορέψω, Μαρίνα, ένα μπλουζ», προλάβαιναν οι πιο τολμηροί και περνούσαν αμέσως τα χέρια στη μέση της, περίμεναν οι διστακτικοί πικραμένοι, απλανείς και στεγνοί, να κουραστούν οι πρώτοι για να ’ρθει η σειρά τους να χορέψουν κι αυτοί τη Μαρίνα ένα μπλουζ, μπαίναμε στον αστερισμό των νέων καιρών και παλεύαμε να συντονιστούμε μαζί τους, για να βγούμε απ’ τα τέλματα της συντήρησης και να βρούμε τη δική μας ταυτότητα.
«Τι σόι τραγούδια είναι αυτά π’ ακούτε, μωρέ μ’σκάρια;» μας απόπαιρναν και μας μάλωναν τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, που δεν μπορούσαν να το χωνέψουν πως, εκτός απ’ τον Καζαντζίδη, την Πόλυ Πάνου, τον Πάνο Γαβαλά και τον Αλέκο Κιτσάκη, υπήρχαν κι άλλοι που τραγουδούσαν στον κόσμο και πως, εκτός απ’ τα ελληνικά, υπήρχαν και τα ξένα τραγούδια.
«Αυτά είναι τραγούδια κι όχ’ οι χαμάρες π’ ακούτε ισείς», τους απαξιώναμε εμείς, που αρχίζαμε να παθιαζόμαστε με οργισμένα κομμάτια τύπου hippy hippy shake και κουνάγαμε, καθώς σαλταπηδάγαμε σαν κατσίκια, τα κεφάλια μας πέρα δώθε.
«Και τι λιένε, μωρέ βοϊδάκια, αυτά τα τραγούδια;» επιμένανε εκείνα, που πίστευαν πως τραγούδι είναι μόνο τα λόγια, που τα μάθαιναν κιόλας απέξω και τα τραγουδούσαν στα πρόβατα και στα γελάδια που φύλαγαν, όσα βέβαια είχαν καλή φωνή, και τα συνόδευαν καμιά φορά με καλαμένιες φλογέρες.
Δεν είχε νόημα να συνεχίζουμε εμείς. Ήταν οι κόσμοι μας ο ένας στην Αναστολή μια κι ο άλλος στη Δύση.
Μας κοιτούσαν παράξενα οι μεγάλοι κι αντάλλαζαν πονηρά βλέμματα μεταξύ τους, σχολιάζοντας, με κακεντρέχεια εννοείται, την όλη εξωτερική μας εμφάνιση και τις ανατρεπτικές ιδέες που έκρυβε μέσα της.
«Πού τα ’βραν αυτά τα παρδαλά σκ’τιά και μας τα ξόμπλιασαν στο χωριό μας, ωρέ κουμπάρε;» ρώταγε ο ένας τον άλλον και του ερχόταν να χιμήξει απάνω μας και να μας τα κάνει κουρέλια.
«Α, τέτοια τσιόλια φοράνε τώρα, να πούμε, αυτού πέρα», απαντούσε κανένας που ήξερε λίγα πράματα περισσότερα.
«Κι ποιοι είναι αυτοί π’ φοράνε τέτοια παρασάνταλα πράματα;» πεταγόταν κάποιος άλλος με νεύρα.
«Α, αυτ’νούς τ’ς λιένε γιεγιέδες, είναι, να πούμε, μπίτλις κι κλειούνται μες στα σπίτια κι χορεύουν τσα τσα κι μποσανόβα κι τουίστ κι κάνουν, να πούμε, σαν ζουρλοί κι έχουν μακριά μαλλιά σαν και να ’ναι κουπέλις, έτσ’ κατάντ’σε τώρα η νεολαία, κουμπάρε», συνέχιζε εκείνος προσπαθώντας να δώσει περισσότερες εξηγήσεις.
«Α, να χέσω μες στ’ νεολαία, τ’ς πήρε ο διάολος τον πατέρα, ακούς μπίτλις», αγαναχτούσαν οι άλλοι μουντζώνοντας και σφίγγοντας τα δόντια με οργή, σαν να ’ταν κολλητική ασθένεια η νέα μόδα και κινδύνευε να μολυνθεί ολόκληρο το σώμα της μικρής κοινωνίας.
Έφταναν αυτές οι κουβέντες και στ’ αφτιά των μανάδων μας και τους φαινόταν πως η λέξη γιεγιέδες ήταν κάποιο κακό παρατσούκλι, μια ρετσινιά, ένας λεκές που δύσκολα έβγαινε, μια ετικέτα, να πούμε, που σήμαινε κάτι σαν τα βαρεμένα και σαλταρισμένα παιδιά, τα ελαφρόμυαλα, τα φαντασμένα και τ’ ανεπρόκοπα.
«Τι είναι αυτοίν’ οι γιαγιάδες, χαϊδιάρη μ’, π’ σας κόλλ’σαν, κακό χρόνο να ’χουν;» ρωτούσαν με φόβο, σαν να αισθάνονταν πως κρέμονται πάνω μας σαν χαντζάρες οι κακές γλώσσες των άλλων.
«Ποιοι είναι αυτοί π’ τα λιένε, εδώ τ’ς γράφουμ’», επαναστατούσαμε εμείς και τινάζαμε κολλητές τις παλάμες μας κι ανοιχτές όλο νεύρα ανάμεσα στα σκέλια μας.
Έλεγαν κι αυτές όλο νεύρα τι ξεφουρνίζει ο τάδε, τι μας σέρνει ο δείνα, τι ο ποίξος, τι ο δείξος, τι ετούτη, τι η άλλη, να μούντζες εμείς δεξιά κι αριστερά και μπρος μας και πίσω.
«Αυτ’νού να τ’ πεις να πάει να νιφτεί, γιατί έχ’ να ρίξ’ νερό στα μούτρα τ’ απ’ τα τότε π’ βαφτίσ’κε», χουγιάζαμε για τον τάδε.
«Τ’ αλλ’νού να τ’ πεις να πάει στο μάστορα να φκιάσ’ κανένα παντελόν’, γιατί αυτό π’ φοράει δεν παίρν’ άλλο μπάλωμα απάνω τ’ και φαίνεται ο κώλος τ’», ξιφουλκούσαμε για τον δείνα.
«Να πεις τ’ς κουμπάρας να κ’τάξ’ τα μούτρα τ’ς στον καθρέφτ’ κι να πάει να ζ’γιαστεί, πο ’γινε ικατό οκάδες κι νη πέρασε τ’ Κυριάκω τ’ καραμελού», ρεκάζαμε για τη μια.
«Έτσ’ μας γουστάρ’, πες τ’ς, αυτή να πάει να φορέσ’ κανένα βρακί, π’ ανεί τα ποδάρια τ’ς και φαίνεται η χάβδα τ’ς», δεν κρατιόμασταν με την άλλη.
Τι να κάνουν κι αυτές; Έπαιρναν το μέρος μας οπωσδήποτε, αλλά πάσχιζαν κιόλας να μας συγκρατούν, γιατί δεν άντεχαν τις κουβέντες και τα σχόλια του κόσμου. Μα αν το παράκαναν κάποιοι, δεν τους χάριζαν κάστανο και περνούσαν στην επίθεση αμέσως.
Οι γυναίκες τότε δεν κάθονταν στα τραπέζια μαζί με τους άντρες τους στα πανηγύρια και τις γιορτές στην πλατεία. Έπιαναν μιαν ακρούλα και στέκονταν όρθιες όλες μαζί, ένα τσούρμο, κι έκοβαν κίνηση σχολιάζοντας, ποιος είναι αυτός που χορεύει, ποιος είναι ο άλλος που πετάει τα λεφτά στο πατάρι, πού κάθεται το τάδε σόι που έκανε αρραβώνες προσφάτως, πού το τάδε ζευγάρι που μόλις παντρεύτηκε… Είχαν τα μάτια τους τέζα και σηκώνονταν καμιά φορά στις μύτες για να βλέπουν καλύτερα κουβεντιάζοντας δύο δύο, τρεις τρεις και περνώντας απ’ την οθόνη και το μικροσκόπιο του μυαλού τους κάθε πράξη μικρή και μεγάλη.
Το Πάσχα φοράγαμε κι εμείς τα καινούργια μας ρούχα και κόβαμε βόλτες παρέες παρέες, φροντίζοντας, ασφαλώς, ν’ αποσπάσει ο καθένας μας την προσοχή των κοριτσιών του χωριού, που κι εκείνα βολτάριζαν όπως κι εμείς, και παρακαλώντας τον αναστημένο Χριστό να φωτίσει κανένα απ’ αυτά και να μας δει στ’ όνειρό του το βράδυ. Έβραζε τότε το αίμα μας και αλωνίζαμε όλο τον τόπο. Κάτι πήρε το μάτι μας, κάτι πήρε το αφτί μας, ποιος ξέρει, κι όρμησε η παρέα μας να περάσει απ’ τη μια στην άλλη πλευρά της πλατείας. Πέσαμε πάνω στο γυναικείο μπουλούκι και στριμωχτήκαμε ανάμεσά του, προσπαθώντας να σπάσουμε τις γραμμές του και να βγούμε απέναντι. Πού στο διάολο μας μυρίστηκε κάποια, δεν είχε και καλό φωτισμό εκεί πέρα στην άκρη,
«Οι γιεγιέδες, οι γιεγιέδες», ξεφώνισε λες κι είδε τίποτα εξωγήινα όντα κι αλλόκοτα.
Γουρλώνουν τα μάτια τους όλες και τα ρίχνουν απάνω μας, απλώνουν κάποιες τα χέρια τους να μας πιάσουν,
«Ούι, ούι», μας κράζουν οι περισσότερες σαν καρακάξες.
«Πού τ’ς είναι; πού τ’ς είναι», φωνάζουν τρεις τέσσερις, που δε μας είχαν πάρει ακόμα χαμπάρι.
Γυρίζει κι η μάνα μου, μας βλέπει, εξεγείρεται, παίρνει το μυαλό της ανάποδες, δεν κρατιέται,
«Ποιοι είναι οι γιαγιάδες, μωρή, και σ’ πήρε ο διάολος τον πατέρα! Τα παιδιά μας λιες γιαγιάδες, π’ να σου ’χε χεστεί ο γονιός…»
Έγινε ένας μικρός ανάμεσά τους χαμός, παραλίγο να πιαστούνε στα χέρια, μπήκαν άλλες στη μέση, εξαφανιστήκαμε εμείς, χωρίστηκε το τσούρμο στα δύο, απ’ τη μια οι μανάδες μας, απ’ την άλλη οι ζηλιάρες, βαράγαν τα όργανα, εκτονώθηκε η κατάσταση, έτυχε κιόλας να παίρνει σειρά για χορό άλλη παρέα, σηκώθηκαν στις μύτες τους κάποιες κι αγνάντευαν, «σωπάτε, σωπάτε, γ’ναίκες, τώρα, να ιδούμε», διέταξαν, πήρε παραγγελία η τσιγγάνα κι άρχισε να βαράει το κλαρίνο «Βασίλω μου, σ’ αντάμωσα μια μέρα στο παζάρι», δώσ’ του τσαλίμια ξανά, να γυρίσματα το κλαρίνο, έσερναν το χορό οι ομορφότερες, Βασίλω μου αυτοί, χίπικα και γιεγιέδικα εμείς, κυλούσε ο καιρός και κυλούσε το μικρό μας καράβι ανάμεσα σε σκοπέλους και βράχους και μικρές εν κρανίω τρικυμίες.
Ε, μεγαλώσαμε σε λίγο κι εμείς, πέρασε η μόδα, ήρθαν άλλες ανάγκες και ξεχάστηκαν οι γιεγιέδες σ’ ένα ραφάκι του νου μας και σε μια μικρή κρύπτη της γλυκιάς αλλοτινής μας ζωής.