19.3 C
Arta
23 Νοεμβρίου 2024

Ο Λάκης

Διαβάστε επίσης

Δεν μπορώ να πω, αλλά ο μόνος απ’ τους χωριανούς μου που αληθινά μ’ αγαπούσε ήταν ο Σπύρο Κώστας ο κουρέας. Μ’ αγαπούσε, ασφαλώς, και η μάνα μου κι ο πατέρας μου και τ’ αδέρφια μου, αλλά αυτά είναι σπιτίσια πρόσωπα και δε γίνεται να μη σ’ αγαπάνε. Μα η αγάπη του Σπύρου Κώστα ήταν αλλιώτικη. Έτσι τη φανταζόμουν εγώ τότε. Γιατί ήταν ο μόνος μες στο χωριό που με φώναζε Λάκη. Και, για να πω την αλήθεια, δε μου κολλούσε και τόσο το Λάκης, γιατί δε με βάφτισαν Αποστόλη, ας πούμε, Χαρίλαο, Βαγγέλη, Μιχάλη και τέτοια, για να μου βγαίνει το χαϊδευτικό Αποστολάκης ή Χαριλάκης ή Βαγγελάκης ή Μιχαλάκης και να μου μένει χάριν συντομίας το Λάκης. 

Εμένα μου ’δωσε ο νουνός μου τ’ όνομα Δημήτριος. Κι απ’ το Δημήτριος δε βγαίνει το Λάκης με τίποτε. Βγαίνει το Μήτρος, το Μήτσιος, το Τράκης, το Τράκιας, δηλαδή τέτοια πράγματα που έχουν μέσα τους ένα μ ή ένα ρ ή ένα τ. Αλλά τ’ όνομά μου δεν έχει πουθενά λ, για να του ταιριάζει το χαϊδευτικό Λάκης. Θα μπορούσαν να το κάνουν μόνο για να με κοροϊδέψουν με το χαϊδευτικό Δημητλάκης, λόγω της αδυναμίας μου να προφέρω το ρ. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έπεσε στην αντίληψή μου, γιατί τελικά το πρόφερα κι αυτό απ’ τα μισά της δευτέρας δημοτικού. 

Πέρασα, ομολογώ, μια νίλα με τούτο το ρο ώσπου να γυρίσει η γλώσσα μου κάποια στιγμή και να το προφέρει επιτέλους. Γιατί ήταν και κάποια μαθήματα που μου έκαναν το βίο αβίωτο. Και με βάζανε οι σπιτίσιοι και οι μεγαλύτεροι της γειτονιάς να τα διαβάζω φωναχτά και να γελάνε με μένα. Και μου ’μεινε σαν πληγή εκείνο το «χήνα, πάπια, ριρή, ελάτε πίνετε νερό» της πρώτης τάξης· και με βασάνισαν ακόμα περισσότερο εκείνα τα οχτώ σπουργίτια που έπεσαν πάνω στη ρώγα του σταφυλιού και τσακώνονταν μεταξύ τους τρωγοπίνοντας και τσιρίζοντας «τσίρι τίρι, τσίρι τρο, τσίρι τρι, τσίρι τρο»!

Αργότερα, μαθητής στο γυμνάσιο, έπεσα πάνω σε μοντέρνα περιοδικά και ταινίες και τραγούδια και τέτοια κι είδα πως το Δημήτριος στ’ αγγλικά ήταν Τζίμι και τζιμ. Α, και Ντέμης. Και στα ελληνικά Μίμης. Υπήρχαν μάλιστα και μεγάλοι καλλιτέχνες που τους λέγανε Τζίμι και Τζιμ. Όπως, ας πούμε, ο Τζίμι Χέντριξ ή ο Τζιμ Μόρισον. Κι άλλοι διάσημοι που τους φωνάζανε Μίμη και Ντέμη. Μίμης Δομάζος, Ντέμης Ρούσος. Κι είναι αλήθεια πως θα μ’ άρεσε να με φωνάζουν κι εμένα  κάπως έτσι. «Γεια σου, Τζίμι» ή «Τι κάνεις, Ντέμη», ή «Πώς τα περνάς, Μίμη». Αλλά πού; Αλλά Λάκη; Ο Σπύρο Κώστας μονάχα. Ίσως και γιατί είχε παντρευτεί την ξαδέλφη μου τη Ρίνα και μπαίνοντας στο σόι μας με κατέτασσε, τρόπον τινά, στους συγγενείς του. 

Τέλος πάντων, με ξένιζε λίγο, αλλά μ’ άρεσε κιόλας. Γιατί Λάκη και Τάκη φώναζαν τα παιδιά των κεφαλών του χωριού: του δάσκαλου, του γραμματέα, του αγροφύλακα, του παπά. Μα τέτοια τύχη εγώ δεν την είχα. Ήμουν παιδί πτωχών και ταπεινών αγροκτηνοτρόφων, τα παιδιά των οποίων άκουγαν σε παρακατιανά ονόματα, τύπου Κίτσιος, Μήτσιος, Μπάκιας, Κώτσιος, Νίδας, Σιώζιος… τέτοια! 

Αλλά ποιος ξέρει; μπορεί ο Σπύρος να καταλάβαινε περισσότερα πράγματα και να πίστευε πως εγώ ξεχωρίζω και μου ταιριάζει και το όνομα Λάκης. Και δεν παρέλειπε, ευθύς μόλις με συναντούσε στο δρόμο ή γυαλιζόμουν στους καθρέφτες του κουρείου του ή μ’ έβλεπε στην πλατεία, να με φωνάζει Λάκη και Λάκη. «Τι μου κάνεις, Λάκη»; «Πώς πήγαν οι βαθμοί, Λάκη»; 

Και να πει κανένας πως το ’κανε για να με πιάσει πελάτη, αδύνατο. Γιατί το χωριό μας διέθετε κι άλλον κουρέα, που έπαιρνε κάτι λιγότερο απ’ το Σπύρο Κώστα. Σπύρος κι εκείνος. Σπύρος Λάμπρης, αλλά κανένας δεν τον ήξερε Λάμπρη, όλοι στο χωριό τον φωνάζανε Μάγκα. Σπύρο Μάγκας. Και μας στέλνανε οι πατεράδες σ’ αυτόν πιο πολύ για να πληρώνουν ένα πενηνταράκι λιγότερο. Ας πούμε, το κούρεμα με την ψιλή πήγαινε τρεις δραχμές στον Σπύρο Κώστα και με τη χοντρή δυόμισι. Ο Σπύρο Μάγκας έπαιρνε δύο δραχμές είτε με την ψιλή είτε με τη χοντρή. Και κρατούσε και βερεσέδια ο άνθρωπος! 

Και σιγά μην άξιζαν τα μαλλιά μας για κάτι ακριβότερο. Λερωμένα μονίμως, γεμάτα ιδρώτα και χώματα. Κι αυτά καθόλου δεν άρεσαν στο Σπύρο Κώστα, που ήταν κουρέας λεπτεπίλεπτος και περπατημένος, με χτενισμένο το μαλλί του χωρίστρα και ντυμένος στην τρίχα, με τσάκιση στο παντελόνι και με την άσπρη ποδιά του πάντα πλυμένη, με την τσατσάρα και το ψαλίδι ψηλά στο τσεπάκι της για να φαίνονται και τα χέρια του περασμένα με οινόπνευμα ύστερα από κάθε ξύρισμα ή κούρεμα. Και με κουβέντα που δε χάνανε οι λέξεις της ούτε ένα φωνήεν. Γι’ αυτό και το κουρείο του προσέλκυε πελάτες κι απ’ τα γύρω χωριά. 

Πάνε κάμποσα χρόνια που έφυγε για τον άλλο κόσμο ο καλός Σπύρο Κώστας. Ήταν η ψυχή του πλημμυρισμένη με αγάπη. Κι είναι φορές που τον φαντάζομαι στημένο μπροστά μου να με κοιτάζει με καμάρι, και ως γραμματιζούμενο, και να προφέρει με την ευγενική του φωνή το γλυκό εκείνο και ανύπαρκτο όνομά μου; «Αχ, μωρέ Λάκη, πώς περνούν τα έρμα τα χρόνια! Αντιστάσου, βρε Λάκη, και ρίξε το χρόνο ανάσκελα! Τι είναι, Λάκη μου, η ζωή; Ένα τίποτα είναι, Λάκη, η ζωή μας». 

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα