Σημεία συνέντευξης της Όλγας Γεροβασίλη, βουλευτή Άρτας και Γραμματέα της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, στον Ρ/Σ «Στο Κόκκινο» και στους Ν. Σβέρκο και Β. Κεχαγιά
Siemens: Η επιλεκτική απονομή δικαιοσύνης κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς με ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας
Επ’ αφορμή της πρόσφατης δικαστικής εξέλιξης στην υπόθεση Siemens με την αθώωση και απαλλαγή όλων των εμπλεκομένων η Όλγα Γεροβασίλη επικεντρώθηκε στον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης στη χώρα τον οποίο χαρακτήρισε ως ένα βαθιά θεσμικό πρόβλημα που διαρρηγνύει τις σχέσεις εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς το θεσμό. Εάν ο πολίτης αισθάνεται ότι δεν τυγχάνουν όλοι ίσης μεταχείρισης απέναντι στη δικαιοσύνη αυτό δημιουργεί επικίνδυνους τριγμούς στον ευνομούμενο χαρακτήρα ενός κράτους.
Από τη μία λοιπόν έχουμε την άμεση κινητοποίηση του δικαιικού συστήματος στην περίπτωση μίας καθαρίστριας με πλαστο πτυχίο δημοτικού και από την άλλη έχουμε τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο στο οποίο δεν βρίσκεται ένοχος, παρά το γεγονός ότι έχουμε ομολογίες κάποιων στους οποίους ασκήθηκε δίωξη (π.χ. ο κ. Τσουκάτος ο οποίος ομολόγησε ότι πήρε 1 εκ. ευρώ) ή ότι έχουμε αποδράσεις εν μία νυκτί από τη χώρα (π.χ. ο κ. Χριστοφοράκος). Αυτή η δικαιοσύνη λοιπόν, των χαμηλών ανακλαστικών πολλά χρόνια αργότερα καταλήγει ότι δεν βρήκε «σαφή πλουτισμό» και εκ των πραγμάτων συλλήβδην αθωώνονται όλοι ή παραγράφηκαν τα αδικήματα-δεν έχει σημασία διότι η παραγραφή είναι ένας τεχνητός τρόπος αθώωσης.
Στη συνέχεια είχαμε το σκάνδαλο Νοβάρτις το οποίο ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αποφάσισαν να βαφτίσουν σκευωρία και βεβαίως εκεί υπάρχουν ένοχοι. Γνωρίζουμε όλοι ότι στο εξωτερικό και η Siemens και η Novartis στο εξωτερικό πλήρωσαν για το έγκλημα που διέπραξαν, για το χρηματισμό δηλαδή, ενώ στην Ελλάδα ως δια μαγείας η μεν πρώτη δεν υπάρχει η δε δεύτερη πρόκειται για σκευωρία…
Από την άλλη τα φώτα όμως της ελληνικής δικαιοσύνης και ενός «συγκλονισμένου» ελληνικού Τύπου πέφτουν εδώ και αρκετές ημέρες πάνω σε τι; Στην προσπάθεια που έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να βάλει τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο και για το δημόσιο αγαθό των συχνοτήτων να τηρούνται νόμοι σε αυτή τη χώρα. Αυτό λοιπόν το «έγκλημα» διώκεται σήμερα.
Εν κατακλείδι: Το αίσθημα της ατιμωρησίας δημιουργεί βαθιά θέματα στην ελληνική κοινωνία και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας φέρει την ευθύνη.
Το αίσθημα της αδικίας πλανάται σε κάθε τομέα της ζωής και της δραστηριότητας των πολιτών – Η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα απαιτεί διαρθρωτικές παρεμβάσεις
Οι πολίτες βρίσκονται στα όριά τους με 3 εκ από τα 10.5 εκ πολιτών να βρίσκονται στα όρια της φτώχειας. Σε αυτή την κοινωνική πραγματικότητα των ανισοτήτων, της φτωχοποίησης και της αισχροκέρδειας η κυβέρνηση στη ΔΕΘ μας πρότεινε λίγη ακόμη επιδοματική πολιτική. Η κυβερνητική ανάγνωση της πραγματικότητας επιλέγει τα οικονομικά βοηθήματα και αρνείται να παρέμβει στην πηγή του κακού.
Στην ίδια ακριβώς πραγματικότητα της φτωχοποίησης, των υπερκερδών και των ανισοτήτων έρχεται να σταθεί το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ όπως παρουσιάστηκε από τον Α. Τσιπρα στη ΔΕΘ. Απολύτως κοστολογημένο και ολιστικό, το πρόγραμμα αποτελεί την απάντηση του προοδευτικού χώρου στο πραγματικό πρόβλημα. Αμβλύνει ανισότητες, στηρίζει την κοινωνία και δίνει ελπίδα και διέξοδο. Σε αυτό το πρόγραμμα μπορεί να δούν το πρόσωπό τους και ο κόσμος της εργασίας και οι συνταξιούχοι και οι ΜμΕ και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι γυναίκες και η νέα γενιά της χώρας. Γιατί; Διότι καταπολεμά την πηγή της αδικίας και των ανισοτήτων συνολικά.
Το προγραμμα ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εκτός από μέτρα στήριξης της κοινωνίας παρεμβαίνει διαρθρωτικά και αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού και αυτό αποτελεί και την ειδοποιό ιδεολογική διαφορά μας με την κυβέρνηση Μητσοτάκη που συναινεί στο υπάρχον σύστημα διατηρεί τους κανόνες και παίζει μέσα σε αυτό αναλόγως με το ποιους θέλει να ενισχύσει, αφήνοντας την κοινωνία και τους πολίτες έρμαιο του παιχνιδιού.
Η συγκυρία επιβάλλει την προγραμματική σύγκλιση των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων- Απάντηση στην κρίση και εξουδετέρωση του ακροδεξιού κινδύνου
Η συγκυρία επιβάλλει και το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εγείρει θέματα προς συζήτηση τα οποία αφορούν και πρέπει να αφορούν τον προοδευτικό χώρο σήμερα: Πλαφόν στα κέρδη των εταιρειών; Αποσύνδεση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο; Πλαφόν στις τιμές ενέργειας; Επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ;
Μιλώ για τη συγκυρία διότι το πρόσφατο παράδειγμα της ανόδου της ακροδεξιάς στη γειτονική μας Ιταλία (και δεν είναι το μόνο στην Ευρώπη) δείχνει ένα πράγμα: ότι επιβάλλεται να υπάρξει προγραμματική σύγκλιση των δυνάμεων της αριστεράς και του προοδευτικού χώρου ώστε να απαντήσουν στην βαθιά και πολύπλευρη κρίση αποτρέποντας έτσι την διολίσθηση προς το ακροδεξιό αδιέξοδο. Βεβαίως και εμείς στην Ελλάδα ζούμε υπό το καθεστωτικό αδιέξοδο της Νέας Δημοκρατίας πράγμα καθόλου καθησυχαστικό. Σήμερα, είναι γεγονός ότι η μισή Ευρώπη ζει κάτω από το πέπλο του νεοναζισμού. Και ομολογώ ότι ήταν εξαιρετικά ανησυχητικό ότι όταν κλήθηκε ο κυβερνητικός Εκπρόσωπος να σχολιάσει τις εξελίξεις στην Ιταλία είπε ότι θα περιμένουμε να δούμε. Δεν έχουν διαβάσει τον κίνδυνο και τα αίτια που τον προκαλούν εκεί στη Νέα Δημοκρατία. Αυτή είναι η μεγάλη αγωνία σήμερα.
Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι πολιτικές που παράγουν και εντείνουν ανισότητες, κλονίζουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, και περιθωριοποιούν την κοινωνία επιτρέπουν χώρο στην άνοδο της ακροδεξιάς. Το πολιτικό σύστημα λοιπόν πρέπει να απαντήσει. Οι δυνάμεις του προοδευτικού χώρου έχουν υποχρέωση να κινητοποιηθούν.
Η παρούσα Εξεταστική Επιτροπή είναι άλλοθι για συγκάλυψη- Ένα ακόμη λιθαράκι από την κυβέρνηση στην υπονόμευση των θεσμών και του δημοκρατικού πολιτεύματος
Εξ αρχής δεν περιμέναμε πολλά πράγματα από αυτή την Εξεταστική με δεδομένο το προηγούμενο της εξεταστικής για τη λίστα Πέτσα, όπου η Ν. Δημοκρατία ακολούθησε ακριβώς την ίδια τακτική απορρίπτοντας την κλήση κρίσιμων μαρτύρων, πράγμα που κάνει και τώρα προσθέτοντας ακόμη και την επίκληση του απορρήτου (πράγμα με το οποίο οι συνταγματολόγοι της χώρας εχουν διαφωνήσει, διότι όλοι λογοδοτούν στα αρμόδια όργανα σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία), ως άλλοθι για συγκάλυψη. Ένα ακόμη λιθαράκι λοιπόν από την κυβέρνηση στην έλλειψη λογοδοσίας, στην υπονόμευση των θεσμών και του δημοκρατικού πολιτεύματος.