Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, η περιοχή των Τζουμέρκων, αρχικά, θα υπαχθεί, διοικητικά, στην επαρχία Παλαιάς Ηπείρου και αργότερα στο θέμα Νικοπόλεως. Θα γνωρίσει τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές, ίσως όχι με την ίδια ένταση όσο η υπόλοιπη πιο εύκολα προσβάσιμη Ήπειρος και κυρίως τα αστικά κέντρα της ύστερης αρχαιότητας, τις λεηλασίες, τη σλαβική κατάκτηση, όπως και την πρόσκαιρη βουλγαρική κατοχή. Μετά το 1204, θα αποτελέσει τμήμα του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πορεία της Αθαμανίας ενσωματώνεται και ταυτίζεται με την αντίστοιχη της υπόλοιπης Ηπείρου. Επειδή όμως η έρευνα για τη συγκεκριμένη περίοδο βρίσκεται σε αρχικό ακόμη στάδιο ενώ και τα ελάχιστα υπάρχοντα στοιχεία προσφέρουν πολύ γενικές πληροφορίες, θα πρέπει να περιοριστούμε σε γενικεύσεις και υποθέσεις σχετικά με τη θέση της και την πορεία της κατά τη βυζαντινή εποχή.
Πιο συγκεκριμένα, δεν υπάρχουν στοιχεία και μαρτυρίες για τον πληθυσμό και τις αυξομειώσεις του, τις θέσεις εγκατάστασης και τη μορφή τους, τις τυχόν πολεμικές επιχειρήσεις και γενικότερα την οικονομική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση. Ωστόσο, ο χώρος της αρχαίας Αθαμανίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως στρατηγικής σημασίας πέρασμα, το οποίο ένωνε την Ήπειρο με τη Θεσσαλία και ήλεγχε τμήμα του χερσαίου οδικού δικτύου. Η σημασία του είχε γίνει αντιληπτή ήδη από την κλασική αρχαιότητα, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αποτέλεσε συχνά αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα σε διάφορα φύλα.
Δεδομένου ότι οι ανάγκες επαφής και επικοινωνίας της Ηπείρου με τις όμορες περιοχές δε μεταβλήθηκαν ουσιαστικά στο πλαίσιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, φαντάζει λογική η υπόθεση ότι η Αθαμανία εξακολούθησε να διατηρεί την εξέχουσα θέση που της εξασφάλιζε η γεωγραφία της. Λειτουργούσε επομένως ως μια από τις κύριες διόδους προς τη Θεσσαλία, μια περιοχή με την οποία η Ήπειρος είχε ιδιαίτερες σχέσεις και παράλληλη ιστορική πορεία.
Η σημασία της αυξήθηκε την περίοδο του «Δεσποτάτου της Ηπείρου», καθώς η Αθαμανία δεν απέχει ιδιαίτερα από την πρωτεύουσά του Άρτα, ενώ επιπλέον από αυτή διερχόταν και η κυριότερη οδική αρτηρία που ένωνε απευθείας την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Έτσι λοιπόν, η ορεινή και απομονωμένη Αθαμανία αλλά πέρασμα στρατηγικού χαρακτήρα βρίσκεται την εποχή του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου να πλαισιώνει την πρωτεύουσά του και να διασφαλίζει τμήμα της χερσαίας επικοινωνίας της. Η εξέχουσα θέση της δεν αποτελεί πλέον υπόθεση. Αντίθετα, αποδεικνύεται από την ίδρυση στην περιοχή της Κόκκινης Εκκλησιάς Βουργαρελίου και την πλαισίωσή της από την αντίστοιχη Πόρτα Παναγιά στην Πύλη Τρικάλων. Τα δύο μνημεία δηλαδή είναι τοποθετημένα κοντά στις δύο αφετηρίες της οδικής αρτηρίας, την οποία και ορίζουν.
Επιπρόσθετες πληροφορίες για την ίδια περίοδο αντλούνται και από δύο πολύ σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες. Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλιογραφικό σημείωμα του κώδικα Cromwell 11 του 1225, ενός από τα Ηπειρωτικά χειρόγραφα, ο γραφέας του, αναγνώστης Μιχαήλ Παπαδόπουλος, διασώζει, ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες, ότι ο ίδιος ήταν υιός του ιερέως Γεωργίου, καταγόμενος από το θέμα των Ιωαννίνων και κάτοικος στον δρόγγο Τζερμερνίκου. Αντίστοιχα, στο χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου του 1321, με το οποίο παραχωρήθηκαν προνόμια στη νεοσυσταθείσα Μητρόπολη όπως και στην πόλη των Ιωαννίνων, η ενορία Τζεμερνίκου συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πέντε ενορίες του θέματος των Ιωαννίνων. Από τις δύο προαναφερθείσες πηγές, αποδεικνύεται η κατοίκηση της περιοχής κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Επιπλέον, αποκαλύπτεται η διοικητική της διαίρεση, καθώς ο όρος δρόγγος χαρακτηρίζει την ορεινή διοίκηση σε ποικίλες μεσαιωνικές πηγές αλλά και η αντίστοιχη εκκλησιαστική, καθώς αποτελούσε ενορία του θέματος Ιωαννίνων, υπαγόμενη στην ομώνυμη Μητρόπολη. Επιπρόσθετα, στο χειρόγραφο του 1225 εμφανίζεται για πρώτη φορά και το τοπωνύμιο Τζερμέρνικο. Πρόκειται για την αρχαιότερη γνωστή μαρτυρία και πρόδρομο, πιθανότατα, του σύγχρονου τοπωνυμίου Τζουμέρκα. Σύμφωνα με καταξιωμένους Έλληνες και ξένους ερευνητές, οι οποίοι μελέτησαν διεξοδικά το συγκεκριμένο τοπωνύμιο, αυτό φαίνεται ότι έχει παλαιοσλαβική προέλευση και δηλώνει τον τόπο όπου φύεται το βότανο ελλέβορος, το νεοελληνικό σκάρφη ή τρελλοβότανο. Επίσης, το σωστό τοπωνύμιο διορθώνεται σε Τζεμέρνικο στο Χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου του 1321. Αντίθετα, ο όρος Τζερμερνίκου, πιθανότατα, δημιουργήθηκε από αβλεψία του αντιγραφέα. Το σύγχρονο τοπωνύμιο Τζουμέρκα μνημονεύεται για πρώτη φορά ως Τζιουμέρκα κατά το έτος 1696, σε έγγραφο του κλήρου της Άρτας προς του άρχοντες της Βενετίας.
Τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την παραγωγή χειρογράφων στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Τζεμέρνικου, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου όχι μόνο κατοικούνταν ή θεωρούνταν στρατηγικής σημασίας λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης αλλά ήταν πλήρως ενταγμένη στη δομή και διοίκηση του κράτους και της εκκλησίας, διάγοντας μάλιστα και μία εποχή γενικότερης ακμής.
Η αμέσως επόμενη ιστορική περίοδος είναι εκείνη της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας, η οποία ξεκινά για την περιοχή στα τέλη του 15ου αι., με την απόκτηση μάλιστα και σημαντικών προνομίων. Πιο συγκεκριμένα, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιωαννίνων, το 1430 και την αναίμακτη παράδοση της Άρτας, το 1449, οι Οθωμανοί, εκτιμώντας την καίρια γεωγραφική θέση και τη μεγάλη σημασία της περιοχής των Τζουμέρκων, επιδίωξαν να την υποτάξουν, προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην ευρύτερη επικράτεια και να αποφύγουν τυχόν επαναστατικά κινήματα, τα οποία θα μπορούσε να υποθάλψει εξαιτίας της ορεινής και δυσπρόσιτης γεωμορφολογία της. Ωστόσο, οι κάτοικοί της, όπως και σε άλλα τμήματα της Ηπειρωτικής υπαίθρου π.χ. στο Ανατολικό Ζαγόρι και σε τμήματα της περιοχής του Μαλακασίου, δεν υποτάχτηκαν αμέσως αλλά εξακολούθησαν να αντιστέκονται. Τελικά, το 1478 θα αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν, επιτυγχάνοντας όμως προνομιακό καθεστώς ημιανεξαρτησίας και αυτοδιοικήσεως, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Επιπλέον, ορισμένα χωριά π.χ. Καλαρρύτες, Συρράκο τέθηκαν υπό την προστασία της βασιλομήτορος Βαλιδέ Σουλτάνας εξαιτίας της στρατηγικής τους θέσης, καθώς ήλεγχαν τα περάσματα της Πίνδου. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ιδιαίτερη μεταχείρισή τους. Έτσι, τα Τζουμέρκα δε θα γνωρίσουν, αρχικά, τις αυθαιρεσίες και τις βιαιότητες του Οθωμανού κατακτητή, όπως άλλες Ηπειρωτικές περιοχές. Αντίθετα και εξαιτίας της σχετικής αυτονομίας που απολάμβαναν, θα αποτελέσουν καταφύγιο για πολλούς δοκιμαζόμενους Έλληνες, που εγκατέλειπαν τις εστίες τους στις πεδινές θέσεις και επιδίωκαν την εγκατάστασή τους σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος