Η μακραίωνη, πολυτάραχη και υψίστης σημασίας ιστορική πορεία της βυζαντινής Άρτας τεκμηριώνεται τόσο από τις γραπτές πηγές όσο και από τα πολυάριθμα σωζόμενα μνημεία της, κυρίως τα εκκλησιαστικά.
Το πρωιμότερο ανάμεσά τους, χρονολογημένο ήδη στη μεσοβυζαντινή εποχή και πιο συγκεκριμένα στο α΄ μισό του 9ου αι., θεωρείται ο Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Κατσούρη. Βρίσκεται στο χωριό Πλησιοί, σε απόσταση περίπου 5χλμ. από τη σύγχρονη πόλη της Άρτας.
Η πρώτη αναφορά στις γραπτές πηγές ανάγεται στο 1229, οπότε αναφέρεται και το προσωνύμιο «Κατσούρη», χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται η προέλευσή του. Πρόκειται για μία συνοδική απόφαση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου. Σύμφωνα με αυτή, ο ναός του Αγίου Δημητρίου ήταν αρχικά καθολικό μοναστηριού και υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, μαζί με άλλες μονές της περιοχής της Άρτας, οι οποίες όμως πλέον παραχωρούνταν στον επίσκοπο Άρτης. Κατά τον 13ο αι., ο Αγ. Δημήτριος γνώρισε μία περίοδο μεγάλης ακμής, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι ιστορήθηκε δύο φορές, μία στις αρχές και μία στα τέλη του ιδίου αιώνα. Για τη νεότερη εποχή, δυστυχώς, η ιστορική έρευνα δεν έχει εντοπίσει στοιχεία. Η μονή διαλύθηκε πιθανώς τον 18ο αι. Το 1868 προστέθηκε ο νάρθηκας στη δυτική πλευρά και το 1911 το καμπαναριό. Σήμερα, λειτουργεί ως κοιμητηριακός ναός.
Αρχιτεκτονικά, το κτήριο ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, με ψηλό κυλινδρικό τρούλο και τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά. Χαρακτηρίζεται ως μία σπάνια παραλλαγή του τύπου του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, την οποία ο καθηγητής Π. Βοκοτόπουλος ονόμασε «οκτάστυλο σταυροειδή», ενώ αντίστοιχα ο καθηγητής Δ. Πάλλας «δρομικό σταυροειδή εγγεγραμμένο», λόγω της εσωτερικής κιονοστοιχίας που τονίζει τον κατά μήκος άξονα του οικοδομήματος.
Δικαιολογώντας τον αρχιτεκτονικό του τύπο, τέσσερις ογκώδεις πεσσοί φέρουν τον ψηλό τρούλο, μέσω τεσσάρων διασταυρούμενων καμαρών. Έτσι, διαγράφονται στη στέγη οι κεραίες του σταυρού, ο οποίος εγγράφεται στο σχεδόν τετράγωνο κτήριο. Τα γωνιακά διαμερίσματα στεγάζονται με μικρότερες καμάρες, οι οποίες, εξωτερικά, εμφανίζονται χαμηλότερες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στήριξη των καμαρών που σχηματίζουν τις κεραίες του σταυρού. Πιο συγκεκριμένα, η βόρεια και η νότια καμάρα φέρονται, στην ανατολική τους πλευρά, σε πεσσούς και παραστάδες τοίχων. Αντίστοιχα, στη δυτική τους πλευρά, σε εγκάρσιους τοίχους, κτισμένους επάνω σε δύο μεγάλων διαστάσεων πλάκες και υπερυψωμένους κατά 1,70μ από το έδαφος του ναού. Οι πλάκες, με τη σειρά τους, πατούν επάνω σε κίονες, εφαπτόμενους με τους πλευρικούς τοίχους του ναού, καθώς και σε κιλλίβαντες πακτωμένους στους πεσσούς. Προκειμένου να μειωθεί το βάρος των φερόντων τις καμάρες τοιχοποιιών ανοίγονται στο πάχος τους κόγχες.
Μία ακόμη αρχιτεκτονική ιδιομορφία του συγκεκριμένου ναού, στην οποία οφείλονται και οι διαφορετικοί χαρακτηρισμοί του ως οκτάστυλου σταυροειδή και δρομικού σταυροειδή εγγεγραμμένου, είναι η ύπαρξη τεσσάρων μαρμάρινων κιόνων, με ρωμαϊκά κιονόκρανα από οικοδομήματα της αρχαίας Αμβρακίας. Οι συγκεκριμένοι κίονες πλαισιώνουν τους φέροντες τον κεντρικό τρούλο πεσσούς, μαζί με τους αντίστοιχους τοίχους του ναού. Επιπλέον, η εναλλαγή πεσσών και κιόνων, με τα υπερκείμενα τόξα τους, τονίζουν τον κατά μήκος άξονα του κτηρίου, υποβάλλοντας την αίσθηση του αρχιτεκτονικού τύπου της βασιλικής.
Το τριμερές ιερό διακρίνεται, εξωτερικά, από τις τρεις αψίδες, με αντίστοιχα παράθυρα. Η κεντρική εμφανίζεται ημικυκλική έως το ύψος του παραθύρου, ενώ στο ανώτερο τμήμα της τριγωνική. Επιπλέον, ο κεντρικός χώρος του ιερού φωτιζόταν, αρχικά, και από ένα τρίλοβο παράθυρο, το οποίο χωριζόταν με κιονίσκους, όμως σε κάποια μεταγενέστερη φάση τοιχίστηκε.
Η επικοινωνία του ναού εξασφαλιζόταν από τρεις θύρες στη δυτική πλευρά του. Ωστόσο, η κεντρική επισκευάστηκε και μειώθηκε το ύψος της, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ οι έτερες δύο μετατράπηκαν σε παράθυρα. Παράλληλα, ο φωτισμός εξασφαλιζόταν από επτά μικρά παράθυρα στον τρούλο και τέσσερα σε καθεμία από τις μακρές πλευρές του κτηρίου. Επιπρόσθετα, για την ενίσχυση του οικοδομήματος, στη βόρεια και νότια πλευρά του, υπήρχαν και από τρεις παραστάδες. Ωστόσο, σήμερα, οι αντίστοιχες της βόρειας πλευράς έχουν καταπέσει και σώζονται μόνο σε επίπεδο θεμελίων.
Συνολικά, το κτήριο έχει κατασκευαστεί με αργολιθοδομή, όπου οι λίθοι πλαισιώνονται από διάσπαρτα τμήματα πλίνθων. Κεραμοπλαστικός διάκοσμος δεν εντοπίζεται. Ωστόσο, οι εξωτερικές επιφάνειες διανθίζονται με πλίνθινα ημικυκλικά τόξα στο σημείο απόληξης των εσωτερικών ημικυλινδρικών καμαρών, καθώς και με οδοντωτές ταινίες στη βάση της στέψης του τρούλου, της κεντρικής αψίδας του ιερού και σε άλλα σημεία.
Αναφορικά με τη χρονολόγηση του μνημείου, σύμφωνα με τον αρχιτεκτονικό του τύπο, πρώτος ο Α. Ορλάνδος υποστήριξε την άποψη ότι ο ναός ανηγέρθη, τον 10ο αι., ως τρίκλιτη θολωτή βασιλική, με εναλλαγή πεσσών και κιόνων. Σε αυτό το αρχικό οικοδόμημα προστέθηκε, κατά, τον 13ο αι., ο τρούλος και ενισχυθήκαν οι πεσσοί. Οι νεότεροι μελετητές όμως και ανάμεσά τους και η διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας κ. Β. Παπαδοπούλου, με αφετηρία τη χρονολόγηση του καθηγητή Π. Βοκοτόπουλου στο α΄ μισό του 9ου αι., θεωρούν ότι ο Άγιος Δημήτριος Κατσούρη ανοικοδομήθηκε, εξ’ αρχής, ως σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο ναός. Επιπλέον, η έλλειψη κεραμοπλαστικού διακόσμου, οι βαριές αναλογίες του κτηρίου, ο ψηλός κυλινδρικός τρούλος και οι γενικότερες κατασκευαστικές ατέλειες, οι οποίες μαρτυρούν την απειρία των τεχνιτών σε έργα παρόμοιας κλίμακας, επιβεβαιώνουν την άποψη του Π. Βοκοτόπουλου για μία πιο πρώιμη χρονολόγηση του μνημείου.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος