14.8 C
Arta
25 Απριλίου 2024

Σύντομη επισκόπηση της ιστορικής πορείας του ιερού της Δωδώνης

Διαβάστε επίσης

Α΄ Μέρος

Η σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας της Δωδώνης έχει ως αφετηρία τις απαρχές κατοίκησης του χώρου, οι οποίες χάνονται στα βάθη της προϊστορίας, όπως συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα πανελλήνια ιερά (Ολυμπία, Δελφοί). Τα πρώτα ευρήματα (λίθινοι πελέκεις, λεπίδες και χειροποίητα διακοσμημένα αγγεία) ανάγονται περίπου στο 2200 – 1900 π.Χ. Τη συγκεκριμένη χρονολόγηση επιτείνει και το τοπωνύμιο Δωδώνη, σχετιζόμενο, γλωσσολογικά, με το προελληνικό, κυρίαρχο στον ελλαδικό χώρο, αιγαιακό στρώμα. Από αυτούς, εισάγεται η ευρύτατα διαδομένη λατρεία της Θεάς Γης. Με την έναρξη της επόμενης περιόδου (1900 – 1550 π.Χ.), εγκαθίστανται στην Ήπειρο τα πρώτα ελληνικά φύλα, οι Θεσπρωτοί. Ένα παρακλάδι τους είναι οι Έλλοπες ή Ελλοί ή Σελλοί, που κατοικούν στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και στην κοιλάδα της Δωδώνης, την αρχαία δηλαδή Ελλοπία. Αυτοί εισάγουν τη λατρεία του Διός και της δρυός, όπως προκύπτει και από τον Όμηρο, χαρακτηρίζοντάς τους γένος ιερατικό στην υπηρεσία του Δωδωναίου Δία. Είναι πολύ πιθανό και το όνομα Έλληνες να προέκυψε από τους Ελλούς. Έτσι, στη Δωδώνη, στις αρχές της δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ., απαντούν δύο λατρείες, αντιπροσωπευτικές των δύο, διαφορετικής προέλευσης, πολιτισμικών στρωμάτων: από τη μια η λατρεία της μητέρας Γης, συνδεόμενη με το προελληνικό αιγαιακό στρώμα και από την άλλη του Διός και της δρυός, με ινδοευρωπαϊκή προέλευση και επικρατούσα έκτοτε.

            Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, η Δωδώνη θεωρείται ένα ήδη ονομαστό μαντείο, όπως διαφαίνεται από τις συχνές αναφορές στον Όμηρο, καθώς οι ήρωες την επισκέπτονται ή προσεύχονται στον Δωδωναίο Δία. Βέβαια, η σημασία του ιερού αποδεικνύεται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα (αγγεία, κοσμήματα, όπλα), που φανερώνουν ότι εκτός από τους εγχώριους κατοίκους και οι Μυκηναΐοι του νότου πραγματοποιούσαν επισκέψεις. Κατά τον 12ο π.Χ. αι., διαδραματίζεται η γνωστή «κάθοδος των Δωριέων». Τα ήδη υπάρχοντα φύλα και ανάμεσα τους οι Ελλοί μετακινήθηκαν νότια ή ανατολικά ενώ στην επικράτειά τους προωθήθηκαν νέα, με ιδιαίτερη αναφορά να πρέπει να γίνει στους Μολοσσούς. Η εγκατάσταση των καινούριων φύλων αποδεικνύεται από τα χειροποίητα αγγεία με την πρωτόγονη γεωμετρική διακόσμηση, τα οποία έχουν βρεθεί και στον χώρο του ιερού. Επειδή όμως γνωρίζουμε από τις πηγές ότι το μαντείο παρέμεινε σε θεσπρωτικά χέρια έως και τον 5ο π.Χ. αι., δύο είναι οι πιθανές εξηγήσεις: είτε ότι καταλήφθηκε προσωρινά από τα νέα φύλα, είτε ότι τα αγγεία αποτελούσαν αφιερώματα των νεοαφιχθέντων κατοίκων.

            Για τους επόμενους 4 – 5 αιώνες (1200/1100 π.Χ. – 800 π.Χ.), οι πληροφορίες και τα ευρήματα είναι ελάχιστα. Η παντελής έλλειψη νοτιοελλαδικών αφιερωμάτων επιβεβαιώνει τη διακοπή της επικοινωνίας με τους Έλληνες του νότου. Ωστόσο, το χρονικό χάσμα γεφυρώνουν εγχώρια ευρήματα (αγγεία, όπλα, εργαλεία), αντιπροσωπευτικά  και των πέντε αιώνων. Παράλληλα, έχουν έρθει στο φως και ορισμένα όπλα και χάλκινα κοσμήματα βόρειας προέλευσης, φανερώνοντας ότι από τη Δωδώνη περνούσαν κάποιοι από τους μεγάλους εμπορικούς δρόμους της εποχής που ευνοούσαν το διαμετακομιστικό εμπόριο των νομαδικών ηπειρώτικων φύλων. 

Με το πέρασμα στον 8ο π.Χ. αι., επανεμφανίζονται τα αφιερώματα από τη νότια Ελλάδα, κυρίως χάλκινοι τρίποδες, χάλκινα αγαλμάτια, κοσμήματα και όπλα, πάντοτε σε συνδυασμό με τα εγχώρια ευρήματα. Η εκ νέου έναρξη της επικοινωνίας και των σχέσεων με τη νότια Ελλάδα οφείλεται στη γενικότερη αποκατάσταση των συνθηκών ειρήνης και ασφάλειας, ενώ σχετίζεται άμεσα και με τον αποικισμό των ηπειρώτικων ακτών από τους Ηλείους. Οι σχέσεις πυκνώνουν συνεχώς, ιδίως από το τέλος του 7ου π.Χ. αι., οπότε εγκαθίστανται στην Ήπειρο και Κορίνθιοι έποικοι. Συνεχίζουν καθ’ όλον τον 6ο και 5ο αι., χωρίς καμία σοβαρή μεταβολή.

            Το ιερό της Δωδώνης, καθ’ όλον τον 5ο αιώνα, παραμένει στην κατοχή των Θεσπρωτών, όπως προκύπτει από τις Φοίνισσες του Ευριπίδη που διδάχτηκαν στις αρχές του 410 π.Χ. αλλά και από σχετικές μαρτυρίες του Εκαταίου και του Πινδάρου. Μετά το 410 π.Χ. ή πιθανότερα στις αρχές του 4ου π.Χ. αι., θα περιέλθει στην κυριαρχία των Μολοσσών, σύμφωνα με τη μαρτυρία δύο τιμητικών ψηφισμάτων του Κοινού των Μολοσσών της εποχής του Νεοπτόλεμου (370 – 368 π.Χ. ), τα οποία βρέθηκαν in situ . Τα αφιερώματα, τόσο εγχώρια όσο και από τη νότια Ελλάδα, εξακολουθούν. Το πέρασμα της Δωδώνης σε μολοσσικά χέρια και οι γενικότερες αλλαγές στην Ήπειρο είχαν αντίκτυπο και στο ιερό. Έτσι, τη συγκεκριμένη περίοδο κατασκευάζεται το πρώτο λατρευτικό οικοδόμημα στον χώρο, ο πρώτος μικρός ναός του Δία, καθώς έως τώρα η λατρεία ήταν υπαίθρια.

                                                                                             Κωνσταντίνα Ζήδρου

                                                                                                   Αρχαιολόγος

Εικ. 1 Η Ιερά Οικία της Δωδώνης

Εικ. 2 Ένας από τους πύργους του θεάτρου

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα