13.2 C
Arta
24 Νοεμβρίου 2024

ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΙΑΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΙ…

Διαβάστε επίσης

Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΛΙΑΤΣΟΣ

 Η θρησκεία δεν είναι υπόθεση ενός Θεού, μιας εκκλησίας, ενός ιερού σκοπού, κ.ά. Η πηγή του θρησκευτικού συναισθήματος είναι μέσα στον εαυτό μας ή, ακόμα  στην απόρριψή του. Η αφοσίωση στη θρησκεία και η απόρριψη του εαυτού είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μόνο ο άνθρωπος, από όλα τα ζώα, διακρίνεται για την θρησκευτικότητά του, γιατί, όπως ο Μονταίν(*) επισημαίνει, «το μίσος και η περιφρόνηση του ίδιου μας του εαυτού είναι μια ψυχική ασθένεια αποκλειστικά ανθρώπινη και δεν συναντάται σε κανένα άλλο πλάσμα».

 Τώρα που φτάσαμε να εξετάζουμε τα πράγματα από μεγάλη χρονική απόσταση, καθώς ο χρόνος πήρε μαζί του δεισιδαιμονίες, προλήψεις, θρησκοληψίες, προκαταλήψεις και κάθε λογής στερεότυπα – δυστυχώς όχι όλα – που επί εκατονταετίες ή και χιλιετίες κατατυραννούσαν την ανθρωπότητα, μπορούμε να χλευάζουμε και συνάμα να διδασκόμαστε από την απλοϊκότητα, την αφέλεια, την άγνοια και τον φόβο των μαζών, που τρομοκρατούνταν και αναγκάζονταν σε παθητική συμμόρφωση μπροστά στα κελεύσματα της εκάστοτε άρχουσας τάξης με την ελπίδα της μετά θάνατον δικαίωσης, αλλά και την ορρωδία της μετά θάνατον κολάσεως.

 Ο θρησκευόμενος άνθρωπος, ωστόσο, είναι πλήρης εσωτερικής γαλήνης, ήμερος  έναντι των συνανθρώπων του και θετικός παράγοντας της κοινωνικής ζωής. Αντίθετα ο θρησκόληπτος είναι αγχώδης, εχθρικός προς τους άλλους και αρνητικό στοιχείο  της κοινωνικής συμβίωσης. Πάντως, γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι ότι, ακόμη και σήμερα, βρισκόμαστε ενώπιον μιας τραγικής παρανόησης της σημασίας της θρησκείας και της  κοινωνικής αποστολής της. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο που φορείς αυτής της παρανόησης, πολλές φορές, είναι πνευματικοί άνθρωποι ακόμη και μορφωμένοι κληρικοί. Ανέκαθεν οι ανωτέρω φορείς διαμόρφωναν στην Εκκλησία δύο ρεύματα: Αυτό που θεωρούσε την παρούσα ζωή, ως σκοπό και πεδίο δημιουργικής ασκήσεως της αρετής με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή τελείωση του ανθρώπου, ήταν το πρώτο. Και, το δεύτερο, εκείνο που συνεχίζει την παράδοση του εγωιστικού κατά βάθος και εν πάση περιπτώσει προ πολλού «άχρηστου μοναχισμού», που περιφρονεί ουσιαστικά την παρούσα ζωή και ατενίζει προς την μέλλουσα. Το δυσάρεστο, όμως, και επικίνδυνο- και δυστυχώς σύνηθες- είναι ότι, οι θιασώτες της δεύτερης στάσης ζωής, ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα – ίσως άνθρωποι κατά πάντα άψογοι και αξιόλογοι- δεν είναι μειοψηφία στους κόλπους της εκκλησιαστικής δραστηριότητας.

Τους οποίους, ακόμη και σήμερα,  συναντάμε τόσο στην οικογένεια και στο σχολείο, όσο και στην Εκκλησία. Είναι αυτοί που έχουν την ευθύνη της διάπλασης θρησκευόμενων και όχι θρησκόληπτων χαρακτήρων, οι οποίοι, όμως, πολλές  φορές συγχέουν τους δύο αυτούς ανθρώπινους τύπους και, αποκλίνοντας ενστικτωδώς, υπέρ του δεύτερου(τύπου), χωρίς να το αντιλαμβάνονται δημιουργούν μάλλον θρησκόληπτους χριστιανούς.  Πολλά και συχνά τα φαινόμενα, ιδίως κατά το παρελθόν, όπου γονείς, κατηχητές, εξομολογητές, θεολόγοι και άλλοι που «ενσαρκώνουν» την εκκλησιαστική δραστηριότητα «παρά τω λαώ», από ιδιοσυγκρασία ή παρανόηση, διαπότισαν/διαποτίζουν την νεολαία με αναχωρητικές, αρνητικές και «αντί-ζωικές» αντιλήψεις. Και περισσότερα τα περιστατικά, που την εύλογη προσπάθεια ενίσχυσης της πίστεως και αντιδράσεως κατά της ηθικής ασυδοσίας της εποχής μας, την έχουν εκτρέψει  προς άλλες σκοταδιστικές ατραπούς, οι οποίες σε τελευταία ανάλυση οδηγούν στην άρνηση της ζωής. Περαιτέρω, οι ίδιοι, αναδεικνύοντας την «καλογηρική» νοοτροπία, ως αρετή, δίδαξαν/διδάσκουν και επέβαλλαν/επιβάλλουν  μια εφιαλτική απαγορευτική ηθική,  όπου βαφτίζονταν/βαφτίζεται  «αμαρτία» σχεδόν κάθε εκδήλωση της σύγχρονης ζωής και θεωρούνταν/θεωρείται απαράδεκτη και η «αθωότερη» χαρά.

Ωστόσο, αν και επιδόσεις του τύπου μοντέρνα μουσική, χορός θέατρο, κινηματογράφος, κοσμικές σχέσεις, επισκέψεις, εκδρομές, συνομιλίες κοριτσιών με αγόρια, ένδυση σύμφωνα με τη μόδα, και ένας ατέλειωτος κατάλογος απαγορεύσεων, ήταν σημεία παρελθοντικών καιρών, εν τούτοις  και σήμερα υπάρχουν θρησκόληπτοι καθοδηγητές των νέων(σ. σ, γονείς, κληρικοί, καθηγητές θεολόγοι), που εξακολουθούν  να  βλέπουν τις πιο πάνω απαγορεύσεις  ως εφευρήματα του διαβόλου, ασχολίες αμαρτωλές, ασυμβίβαστες με την χριστιανική ηθική.

Όμως το όλο πνεύμα μιας τέτοιου είδους «κατήχησης» οδήγησε/οδηγεί μοιραία νέους και νέες σε ακόμη πιο φοβερές καταστάσεις: σε υστερικές ή νευρωτικές ανθρώπινες φύσεις,  ή και σε πλήρη απάρνηση της ζωής, που εκδηλώνεται με την, από… χριστιανικό καθήκον, αποφυγή του γάμου, θεωρούμενη ως προπαρασκευή για την μέλλουσα ζωή.

Εκεί όμως που η θρησκοληψία καθίσταται επικίνδυνη, είναι η ευκολία με την  οποία, αυτή, ταυτίζει την περί ηθικής αντίληψη με τον Χριστιανισμό. Θα λέγαμε ότι αυτή η πεισματική προσήλωση στην θρησκευτική ηθική, μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε διακριτές κατηγορίες. Και, όπως οι διαστρεβλώσαντες τον κομμουνισμό σύγχρονοι προφήτες του, που αναγνώριζαν για λαό όσους τους ακολουθούσαν, έτσι και οι υποφήτες της  θρησκευτικής ηθικής (σ. σ, υποφήτης είναι ο χρησμολόγος ιερέας, ερμηνευτής τής θείας βούλησης) καταλήγουν να θεωρούν άξιους να ζουν, μόνο εκείνους που τους πιστεύουν. Και τα επακόλουθα αυτής της στρέβλωσης, τα γνωρίζουμε από την ιστορία σαν επιδρομές, δικτατορίες, μισαλλοδοξίες, με άγνωστη, αλλά συχνά  τραγική έκβαση(σ. σ, ενδεικτικά, τα σημερινά συμβαίνοντα από τους περιώνυμους  «Τζιχαντιστές», τους, Ουκρανούς «Αζοφιστές»-και όχι μόνο). Ωστόσο η θρησκοληψία, εκτός των άλλων, γεννά και τον φόβο του θείου. Έτσι για παράδειγμα τη Μεγάλη Εβδομάδα που  διανύουμε, θα είναι μεταφυσική ψυχική νόσος και συνάμα η χειρότερη ύβρη κατά του ανθρώπου και του Θεού, αν κανείς από θρησκευτικό φόβο -και μόνο- έρχεται να νηστέψει, να εξομολογηθεί, να μεταλάβει, να εκκλησιαστεί, να ακολουθήσει τον Επιτάφιο και να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη».

Γιατί  αποστολή σημερινή και κύρια της Εκκλησίας, των τελετουργιών της, ως και όσων «ενσαρκώνουν  τη διδασκαλία της ,είναι να διαδώσει όσο το δυνατόν ευρύτερα τις δημιουργικές ηθικές αρχές του Χριστιανισμού και να διαπλάσει χαρακτήρες ήρεμους, ήμερους, αισιόδοξους, χαρούμενους, υγιείς, αξιοπρεπείς, ανεκτικούς, ευθείς, τίμιους, αγαπώντες τους ανθρώπους. Και με  το «Μεγαλοβδομαδιάτικο» ετήσιο τελετουργικό της, ειδικότερα, η χριστιανική θρησκεία -όχι βέβαια με την τυπολατρική πλευρά της και πολύ περισσότερο  με τον φόβο απέναντι στο θείο- αλλά με την μεταφυσική παρηγορία που προσφέρει και την εμψυχωτική επίδραση που ασκεί δια της ηθικής της-αποτελεί ανεκτίμητο παράγοντα απάλυνσης των δεινών της ύπαρξης του χριστιανού.

 Πάντως οι Έλληνες χριστιανοί, όπως συμβαίνει με όλες τις εκδηλώσεις τους, και στον θρησκευτικό τομέα, ακολουθούν την ιδιορρυθμία τους. Έτσι, ενώ γι όλους τους χριστιανικούς λαούς του κόσμου, η κορυφαία θρησκευτική γιορτή τους τοποθετείται στη γέννηση του Χριστού, σε εμάς, αντιθέτως η συμπύκνωση της θρησκευτικότητας περιορίζεται στη Μεγάλη Εβδομάδα και ιδιαίτερα στη Μεγάλη Παρασκευή. Αλλά και αυτή ακόμη την ημέρα η ιδιορρυθμία μας δεν μας αφήνει να πενθήσουμε την κηδεία του Θεανθρώπου με το βαρύ, το απειλητικό τυπικό που ακολουθεί η Καθολική Εκκλησία.. Το δικό μας βρίσκεται μακράν από το σκοτεινό σκηνικό των Καθολικών,  που με τις αμέτρητες λιτανείες (π.χ στην Ισπανία) και τα εντυπωσιακά περιφερόμενα Κουβούκλια, είναι και ένας λαϊκός θρίαμβος του θανάτου, που τον συντροφεύουν, ακολουθώντας μοιρολογίστρες και κουκουλοφόροι ντυμένοι στα κατάμαυρα, ξυπόλητοι, με χοντρούς χαλκάδες στα πόδια να σέρνουν βαριές αλυσίδες.

Άγνωστη για τον Έλληνα, είναι η αγριάδα του ερημίτη. Ξένη ή άφωνη επικοινωνία του μυστικιστή. Ο σταυρικός θάνατος του Ιησού δεν έχει διάκοσμο έναν βαρυφορτωμένο ουρανό, όπου τα σύννεφα φέρνουν νύχτιο σκοτάδι και ο θόλος σχίζεται από τις κίτρινες φωσφορίζουσες σπαθιές των κεραυνών. Στην Ελλάδα, οι εξόδιοι ύμνοι εναρμονίζονται με την τρυφερότητα της ολάνθιστης μυρωμένης άνοιξης, που, μαζί με την ψυχή των ευσεβών, σκύβει στον τάφο του. Στεφάνια πλεγμένα με αγριολούλουδα και ροδανθούς, τοποθετούνται ευλαβικά στο σώμα του και εκεί συγκεντρώνονται τα δάκρυα, που συγκρατούνται από τους πολλούς στον Ένα. Είναι όμως και το θεϊκό προνόμιο, που κάθε φορά ο Ελληνισμός, πέρα από τον φριχτό Γολγοθά, βλέπει την Ανάσταση.

Αυτή η ταύτιση του έθνους με το μαρτύριο του Χριστού και της Ανάστασης με την απελευθέρωση του Γένους από τα εχθρικά δεσμά, του προσδίδει τη μοναδική ιδιομορφία. Κάνει τους Έλληνες να μην τους τρομάζουν τα δεινά κανενός πολέμου και οι βρόγχοι καμιάς τυραννίας. Ενώ η βαθιά πίστη τους στην εκ νεκρών Ανάστασή του, χαρίζοντάς τους την «απαντοχή», δεν τους αφήνει να θρηνήσουν σε τοίχους δακρύων. Αυτές τις άγιες ημέρες , οι όπου γης Έλληνες, ας σκεφτούν για μια στιγμή ότι η μοίρα του Έθνους, ο Γολγοθάς και η Ανάσταση, συνδέθηκαν με την πορεία του και την παράδοση. Και πως οι Έλληνες, στη διαδρομή των αιώνων, έμαθαν να ακούνε πέρα από τις πένθιμες καμπάνες, εκείθεν των θρήνων, αναστάσιμα σήμαντρα, που ηχούν από μακριά, για να σκεπάζουν τις πένθιμες κωδονοκρουσίες και να μας γεμίζουν χαρά για την αγέννητη, ακόμη, λύτρωση.

«Ο Μισέλ ντε Μονταίν (εξελληνισμένα Μονταίνιος) είναι Γάλλος δοκιμιογράφος,  ο τελευταίος ουμανιστής της Αναγέννησης, ο οποίος επηρεασμένος από τον  σκεπτικισμό

του Πλάτωνα και του Πύρρωνα . θεμελίωσε τη διδασκαλία της «πιστιοκρατίας».

Κατά τον Μονταίν η αδυναμία του λόγου να αποκαλύψει θεμελιώδεις αλήθειες ξεπερνιέται  μόνο με τη χάρη του  Θεού».

e-mail akoliatsos@gmail.com

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα