15.9 C
Arta
23 Νοεμβρίου 2024

Ο Ράκιας

Διαβάστε επίσης

Τους βρήκε, όλη την οικογένεια, στρωμένους στο σοφρά να τρώνε φασολάδα. Το είχε κάνει συνήθεια ο Ράκιας, που τον βαφτίσανε Γρηγόρη και τον φωνάζανε χαϊδευτικά Ράκια, να γυροφέρνει στα σπίτια των χωριανών του είτε την ώρα που κολατσίζανε οι νοικοκυραίοι ή την ώρα που μαζεύονταν για το μεσημεριανό φαγητό.
Ήταν το πέμπτο παιδί του Λάμπρου και της Λαμπρινής, κι όσο να ’ναι, μεγάλη η οικογένεια, δε χόρταινε σχεδόν ποτέ φαΐ σπίτι του. Γεννήσανε οι άνθρωποι τέσσερα κορίτσια, καλοστεκούμενα κι όμορφα, κι αφήσανε για το τέλος τον Ράκια, για να ’χουν στο σπίτι τους κι ένα αγόρι, μη χαθεί δα και το επίθετο! Μα ήταν ο Ράκιας μισή ριξιά, ό,τι απέμεινε απ’ το σπόρο του μπάρμπα Λάμπρου. Και ένεκα η κακομοιριά του και το μισό μπόι του, τον αγάπαγαν στο χωριό και τον φρόντιζαν, σαν να μην ήταν του Λάμπρου και της Λάμπρως μονάχα παιδί, μα ολόκληρου του χωριού.
«Γεια θας, ν’κοκυραίοι, καλή όρεκθ’», τους φώναξε ηχηρά με την ψευδή του φωνή ο Ράκιας μόλις έσκασε μύτη στην πόρτα τους και του χτύπησε τα ρουθούνια η μυρωδιά της ζεστής κατακόκκινης σάλτσας.
«Ω, καλώς το Ράκια, κόπιασε και κάτσε, φασ’λάδα έχουμ’, κάτ’ περίσσεψε και για σένα», τον υποδέχτηκαν καλοσυνάτα και αναμερίσανε για να καθίσει μαζί τους κι εκείνος.
«Μόλιθ έφαγα, δε μπ’νάω», πήγε να τους το παίξει σπουδαίος κι ακατάδεκτος.
«Κάτσε κάτω, μωρέ, κι άσε τ’ς κουβέντες», του ’κανε τον θυμωμένο ο μπάρμπα Μήτσος, ο αρχηγός, και τον τράβηξε απ’ το χέρι, κάμπτοντας εν τω άμα την προσποιητή άρνησή του.
«Καλά, μη θαθ χαλάθω το χατίρ’, δε θέλω και να θαθ προθβάλω κιόλαθ, θα φάω μια μπουκιά», υποχώρησε ο Ράκιας και κάθισε φαρδύς πλατύς στο σκαμνάκι ανάμεσά τους, ρίχνοντας και μια διερευνητική ματιά στον τέντζερη που τον άφηναν πάντα ξεκούπωτο πάνω στην πυροστιά για να κρατιέται ζεστό το φαΐ.
Έχωσε στον τέντζερη την κουτάλα η Μήτσαινα και γέμισε τη λίμπα του με ζουμί και κάμποσους κόκκους φασόλια να κολυμπούν μέσα του, έκοψε και μια γωνιά απ’ τη μπομπότα και του ευχήθηκε καλή όρεξη. Τρώγανε εκείνοι, μα ρίχνανε και καμιά ματιά στο πιάτο του Ράκια, μην το αδειάσει στο πι και φι και θελήσει το παιδί να φάει κι άλλο. Και δεν έπεσαν έξω. Καθάρισε τη λίμπα του εκείνος, μα του έμεινε αφάγωτη λίγη μπομπότα.
«Θέλ’ς, Ράκια μ’, λίγο ακόμα;» τον ρώτησε η Μήτσαινα, βέβαιη πως δε χόρτασε το παιδί.
«Τι το ρωτάς, μωρέ; βάλε του παιδιού να φάει», πετάχτηκε ο μπάρμπα Μήτσος, φιλόξενος πάντα και πρόθυμος να δώσει και την ψυχή του.
«Βάλε μ’ λίγο ακόμα να φάω το πθωμάκι μ’», ανταποκρίθηκε ο Ράκιας.
Μα σαν κύλησαν ξανά στη λίμπα του τα ζουμιά, τέλειωσε το ψωμί τάκα τάκα κι έμεινε τώρα η φασολάδα στο πιάτο αφάγωτη. Σήκωσε το βλέμμα του προς την κάκω Μήτσαινα ο Ράκιας.
«Δε μ’ δίν΄θ λίγο πθωμάκ’ να φάω ιτούτο το φαγάκ’ που μ’ περίθθεπθε;» την παρακάλεσε ευγενικά σκάζοντας κι ένα χαμόγελο λόγω οικειότητας…
Γέμισε η λίμπα ξανά, άντε μετά και λίγο ψωμάκι ακόμα, άντε και λίγο φαγάκι ξανά, ώσπου άρχισε να φαίνεται ο πάτος του τέντζερη και να σώνεται το ψωμί κι ώσπου γέμισε και του Ράκια η κοιλιά και γίνηκε τούμπανο με τη μπομπότα να φουσκώνει μέσα της ανακατωμένη με τα ζουμιά της φασολάδας.
«Χόρτασες, μωρέ;» τον πείραξε ο μπάρμπα Μήτσος, όταν τον είδε να σηκώνεται όρθιος και να πιάνει καμαρώνοντας την κοιλιά του.
«Ουουου, ντερλίκουθα, την έκανα ταράτθα», μόρφασε ο Ράκιας και έβγαλε έναν καημό: «άθε, μπάρμπα Μήτθο, κι είχα μια πείνα…»
«Άε κιαρατά Ράκια», τον πείραξε ο μπάρμπα Μήτσος και του ’δωσε κι ένα χαϊδευτικό σκαμπίλι. «Δεν πείναγες α; Ηύρες, μωρέ, να τρώνε, κάτσε φάε. Ηύρες να τσακώνονται, σήκ’ φύγε. Έτσ’ έλεγαν μια φορά κι έναν καιρό οι παλιοί…» τον κοίταξε πατρικά και του χάιδεψε το κουρεμένο κεφάλι του.
«Τέτοια φαθ’λάδα θαν θ’ θεια Μήτθαινας, μπάρμπα Μήτθο, δεν τρώω αλλού π’θενά», τον αντάμειψε με την αυθεντικότητά του ο Ράκιας και τους άφησε να ησυχάσουν οι άνθρωποι το μεσημέρι.

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα