18.8 C
Arta
28 Μαρτίου 2024

Οι κυρίαρχοι αρχιτεκτονικοί τύποι των μεταβυζαντινών ναών της Ηπείρου

Διαβάστε επίσης

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, τυπικά, ορίζει το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς η πλειονότητα των εδαφών της είχε ήδη περάσει στην κατοχή των Οθωμανών και την ταυτόχρονη έναρξη της μακράς μεταβυζαντινής εποχής. Η μεταβυζαντινή περίοδος μπορεί να διαιρεθεί σε δύο υποπεριόδους, σύμφωνα με τις αλλαγές που συντελούνται τόσο στον τομέα της τέχνης όσο και στις γενικότερες ιστορικές συνθήκες: την πρώτη από την άλωση έως και το τέλος του 17ου αι. και τη δεύτερη από τις αρχές του 18ου έως και την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους.

Πιο συγκεκριμένα, κατά την πρώτη περίοδο, η μορφή και η πορεία της αρχιτεκτονικής είναι άρρηκτα δεμένη με τη μεγάλη ανάπτυξη των μοναστηριών, τη συντηρητική στάση της εκκλησίας και τη βυζαντινή παράδοση την οποία ακολουθεί. Στον τομέα της ναοδομίας, οικοδομούνται κατά κανόνα καθολικά μοναστηριών. Αντίστοιχα, οι ναοί είναι σαφώς λιγότεροι, μικρών διαστάσεων και συχνά χωρίς τρούλο, κωδωνοστάσια και διακόσμηση, όπως όριζε ο ιερός νόμος του Ισλάμ. Η ανωνυμία μαστόρων και καλλιτεχνών εξακολουθεί.  

Οι αρχιτεκτονικοί τύποι παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και συχνά επιλέγονται από ήδη γνωστά βυζαντινά μνημεία, τα οποία λειτουργούν ως πρότυπα. Πιο συγκεκριμένα, οι μικροί ναοί με τρούλο (τρίκογχα, ελεύθεροι σταυροί, συνεπτυγμένοι σταυροειδείς) και οι μικρές βασιλικές, είτε θολοσκεπείς είτε ξυλόστεγες, κυριαρχούν.

Μια νέα παραλλαγή είναι αυτή της τρίκλιτης καμαροσκέπαστης βασιλικής με τρούλο στο μεσαίο κλίτος. Ως αντίθεση στον νέο τύπο, έρχεται η σποραδική χρήση της παραδοσιακής τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Στα μεγάλα καθολικά του Αγ. Όρους και της Θεσσαλίας, κυριαρχεί ο σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής τρουλαίος ναός με κόγχες ή πλάγιους χορούς στο πέρας της βόρειας και νότιας καμάρας. Πρόκειται για τον γνωστό αγιορείτικο τύπο. Βέβαια, οι πλάγιες κόγχες προσαρμόζονται και σε άλλους τύπους: στους απλούς τετρακιόνιους τρουλαίους, σε μονοκάμαρους τρουλαίους, σε μονόχωρους σταυρεπίστεγους, ακόμη και σε ξυλόστεγες βασιλικές.

Συνηθισμένος για την περίοδο είναι και ο κατεξοχήν μεσοβυζαντινός τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού. Σε ορισμένα νησιά, παρατηρούνται αναβιώσεις τύπων συγκεκριμένων ναών, ενώ στα ορεινά της Θεσσαλίας και της Ηπείρου ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αυτοσχέδιες παραλλαγές. Στα Επτάνησα, επινοείται και καθιερώνεται ο διώροφος γυναικωνίτης στο δυτικό άκρο του ναού, στοιχείο που θα διαδοθεί στη συνέχεια και στη δυτική Ελλάδα. Τέλος και τα περίστωα, που κυριάρχησαν κατά το 13ο αι., εξακολουθούν.

            Γενικά, τα οικοδομήματα είναι μικρών διαστάσεων, συμμετρικά και απλά, ακολουθώντας τα πρότυπα της παλαιολόγειας περιόδου. Παράλληλα, παρατηρείται μια τάση μείωσης του φυσικού φωτισμού με την κατασκευή λίγων και μικρού μεγέθους παραθύρων, περιορισμένων και χαμηλών θυρών αλλά και με την αποφυγή φωτεινών χρωμάτων στον εντοίχιο διάκοσμο. Η συγκεκριμένη τάση δε γενικεύεται στον ελλαδικό χώρο, ενώ ταυτόχρονα είναι δύσκολο να ερμηνευτεί. Ίσως, πρόκειται για μια προσπάθεια απομόνωσης του ιερού χώρου από τους αλλόθρησκους ή ακόμη και αμυντικής θωράκισής του από τυχόν επιθέσεις και λεηλασίες. Ίσως πάλι, πρόκειται για μια επιδίωξη δημιουργίας μεγαλύτερης αυτοσυγκέντρωσης και περισυλλογής στον πιστό μέσα στο κατανυκτικό αυτό περιβάλλον ή ακόμη και για κατασκευαστική δυσκολία των αρχιτεκτόνων και μαστόρων στη δημιουργία μεγάλων φωτιστικών ανοιγμάτων.

Ένα δεύτερο μορφολογικό χαρακτηριστικό των ναών της περιόδου είναι η έλλειψη κάθε μορφής διακόσμου στις προσόψεις των κτηρίων, εξαιτίας της σχετικής απαγόρευσης των κατακτητών αλλά και προκειμένου να μην εγείρουν το θρησκευτικό φανατισμό τους. Αντίθετα, ο διάκοσμος αναπτύσσεται πλούσιος στο εσωτερικό: στα τέμπλα, στα κιβώρια, σε προσκυνητάρια, στα καλύμματα της αγίας τράπεζας, στους κατάκοσμους τοίχους, οι οποίοι διανθίζονται από περισσότερες τοιχογραφίες, σε σύγκριση με την παλαιολόγεια περίοδο, μικρότερου όμως μεγέθους, όπως και στις μικρότερες αλλά με περισσότερες παραστάσεις φορητές εικόνες.

            Συνολικά, η αρχιτεκτονική του κυρίως ελλαδικού χώρου της πρώτης φάσης της μεταβυζαντινής περιόδου χαρακτηρίζεται από έναν συντηρητισμό και μία τάση προσκόλλησης στο βυζαντινό παρελθόν. Τα εκκλησιαστικά μνημεία μπορούν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα μεγάλα και πολυτελή καθολικά της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, με εμμονή στα παλαιολόγεια πρότυπα και στα μικρά «φτωχά» μνημεία, κατασκευασμένα από αργούς λίθους, με μικρά ανοίγματα, απλοποιημένες στέγες που δεν αποκαλύπτουν την ύπαρξη του τρούλου και επιπλέον χωρίς λίθινη ή μαρμάρινη διακόσμηση.

            Ειδικότερα στην Ήπειρο, ανεγείρεται ένας σημαντικός αριθμός ναών μικρών διαστάσεων και ποικίλων αρχιτεκτονικών τύπων (π.χ. μονόκλιτοι σταυρεπίστεγοι, μονόκλιτοι τρουλαίοι με πλευρικές κόγχες, απλοί τετρακιόνιοι με πλάγιες κόγχες στα μεγάλα καθολικά), οι οποίοι εντάσσονται στη δεύτερη κατηγορία των «φτωχών» μικρών μνημείων. Σε γενικές γραμμές, ακολουθούν την αρχιτεκτονική και μορφολογική διάρθρωση των υπολοίπων μνημείων του κυρίως ελλαδικού χώρου, παρακολουθώντας τις εξελίξεις και ταυτόχρονα συνεχίζοντας τη βυζαντινή παράδοση αλλά με έναν πιο εκλαϊκευμένο και απλουστευμένο τρόπο, χωρίς βέβαια να λείπουν και οι τοπικές ιδιομορφίες.

Με το πέρασμα στον 18ο αι. και στη δεύτερη φάση της μεταβυζαντινής τέχνης, παγιώνεται η φάση παρακμής στην οποία είχε υπεισέλθει η οθωμανική αυτοκρατορία.  Αντίθετα, η οικονομική πρόοδος των Ελλήνων εξακολουθεί με αδιάκοπο ρυθμό και σε συνδυασμό με το κοινοτικό τους πνεύμα τους προσφέρει τη δυνατότητα άμεσης επιρροής ή ακόμη και καθοδήγησης των πολιτιστικών πραγμάτων.

Ειδικότερα στον τομέα της ναοδομίας, η μεγάλη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου, είτε μεμονωμένα είτε στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου κοινοτικού βίου, διαφαίνεται από την ανέγερση ναών για ολόκληρη την κοινότητα. Πλάι στους παραδοσιακούς κτήτορες – χορηγούς, πρίγκιπες των παραδουνάβιων ηγεμονιών, Φαναριώτες αριστοκράτες, μέλη της παραδοσιακής ανώτερης τάξης και μεγάλα μοναστήρια, περιλαμβάνονται πλέον και πλούσιοι έμποροι, καπετάνιοι, αρματολοί, πειρατές, συνολικά τα μέλη μιας κοινότητας,  ιερείς με πρωτοβουλία του μητροπολίτη ή περισσότεροι επώνυμοι πιστοί.  Όλοι αυτοί επιδιώκουν και την προβολή τους. Παρατηρείται λοιπόν στις επιγραφές των ναών μία γενικευμένη τάση για κοινωνική προβολή, όχι μόνο του κτήτορα αλλά και του αρχιτεχνίτη, ενώ προσφέρονται και πολύτιμες λεπτομέρειες για την κατασκευή του εκάστοτε μνημείου.  Επιπρόσθετα, καταλυτικό ρόλο στην αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας διαδραμάτισε και η συνθήκη του Κιουτσούκ Καιναρτζή, η οποία όριζε την προστασία των χριστιανικών ναών σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια.

Αναφορικά με τους κυρίαρχους στη ναοδομία αρχιτεκτονικούς τύπους, εμφανίζονται δυο τάσεις: η πρώτη που προβάλλει τις αξίες της παράδοσης, ακολουθεί σε γενικές γραμμές τα βυζαντινά πρότυπα και περιορίζεται αποκλειστικά στα καθολικά μοναστηριών και η δεύτερη που εκπροσωπεί το λαϊκό πολιτισμό, αφορά την ανέγερση εκκλησιών για τις ανάγκες των κοινοτήτων και επαναφέρει τον παραδοσιακό τύπο της τρίκλιτης βασιλικής.

Πιο συγκεκριμένα, στα καθολικά των μοναστηριών απαντά και πάλι, σε ευρεία διάδοση, ο αγιορείτικος τύπος, κυρίως στη Μακεδονία, Θεσσαλία και στο Αγ. Όρος. Στους  παραδοσιακούς αρχιτεκτονικούς τύπους ανήκουν και οι μονόχωροι με πλάγιους χορούς ναοί, άλλοτε θολοσκεπείς και άλλοτε ξυλόστεγοι, οι τρουλαίες βασιλικές, οι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι με τρούλο και οι ναοί σε σχήμα ελεύθερου σταυρού με τρούλο.

Στον αντίποδα των καθολικών και σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο ανοικοδομούνται βασιλικές. Ο συγκεκριμένος τύπος δεν επιλέχτηκε τυχαία. Η επικράτησή του οφείλεται σε πολλούς λόγους: στην ευκολία και ταχύτητα κατασκευής του από τεχνίτες χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις, καθώς δεν απαιτούσε μέριμνα για την αντιστήριξη πλαγίων ωθήσεων, στην ευκολία επέκτασης ή επισκευής του μετά από πυρκαγιά ή καταστροφή, στο σχήμα του και τις μεγαλύτερες διαστάσεις του το οποίο ήταν απόλυτα προσαρμοσμένο στο νέο κοινοτικό πνεύμα, καθώς εξυπηρετούσε τις ανάγκες εκκλησιασμού του συνόλου της κοινότητας και ταυτόχρονα ευνοούσε την προβολή της συνολικά, στη μορφή του που εξωτερικά προσομοίαζε με κατοικία ή δημόσιο κτήριο και δεν επέσυρε το μένος των Οθωμανών αλλά και στη γενικότερη τάση επιστροφής στα πρότυπα της παλαιοχριστιανικής περιόδου, η οποία εκπορευόταν από την εκκλησία. Σε γενικές γραμμές, οι βασιλικές είναι τρίκλιτες, με μικρή υπερύψωση του μεσαίου κλίτους, χωρίς φωταγωγό και ξυλόστεγες, είτε με ενιαία δικλινή στέγη είτε με οριζόντια ξύλινη οροφή. Συνήθης είναι η ύπαρξη γυναικωνίτη σε όροφο στο δυτικό τμήμα του ναού ή του περιστώου που περιβάλλει τη δυτική πλευρά του κτηρίου. Η χρήση περιστώων αποτελεί πλέον κανόνα και καλύπτει πάγιες ανάγκες, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην εξωτερική ανάδειξη του οικοδομήματος. Τα περίστωα αναπτύσσονται είτε στη νότια και δυτική πλευρά του ναού είτε σε σχήμα Π καλύπτοντας τη δυτική, νότια και βόρεια πλευρά και καταλήγοντας στην ανατολική πλευρά σε τοιχοποιία ή παρεκκλήσια. Βέβαια, τα γενικά στοιχεία διανθίζονται από τις ποικίλες τοπικές ιδιομορφίες.

Περνώντας στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ναών της περιόδου, εντοπίζεται και εδώ ο διχασμός που επισημάνθηκε στους αρχιτεκτονικούς τύπους. Αναλογικά λοιπόν, στα μεγάλα καθολικά εξακολουθούν οι παραδοσιακές μορφές που έλκουν άμεσα την καταγωγή τους από το Βυζάντιο: επιμελημένες τοιχοποιίες, αψιδώματα, τοξωτά ανοίγματα, στοές και σταθερή χρήση του τρούλου. Ωστόσο, τα αψιδώματα στις εξωτερικές επιφάνειες των κογχών του ιερού και οι στοές με τοξοστοιχίες από πεσσούς ή κίονες εμφανίζονται και στις σύγχρονες βασιλικές. Ένα δεύτερο κοινό στοιχείο ανάμεσα στα παραδοσιακά καθολικά και τις βασιλικές του 18ου – 19ου αι. είναι η υιοθέτηση μορφών και τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών στοιχείων του μπαρόκ και του ροκοκό στις τοιχογραφίες, στα ανάγλυφα και σε ελάχιστες περιπτώσεις στην οργάνωση του χώρου και σε αρχιτεκτονικά στοιχεία.

Ένα τελευταίο μορφολογικό χαρακτηριστικό, επικεντρωμένο αποκλειστικά στις βασιλικές της περιόδου, είναι η αθρόα εισαγωγή στοιχείων της λαϊκής αρχιτεκτονικής όπως: στοές στηριγμένες σε ξύλινους στύλους που προσομοιάζουν στα χαγιάτια οικιών, στέγες ενιαίες δικλινείς καλυμμένες κατά κανόνα με σχιστολιθικές πλάκες, η εγκατάλειψη των τριγωνικών αετωμάτων, η διάνοιξη συμμετρικών παραθύρων ή φεγγιτών στις τραπεζοειδείς προσόψεις των ναών που δημιουργούνται κάτω από τις στέγες, τα ευθύγραμμα ξύλινα ή μονολιθικά υπέρθυρα θυρών ή παραθύρων που προσομοιάζουν στα αντίστοιχα των σύγχρονων κατοικιών. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κωδωνοστάσια, τα οποία συνεχώς πληθαίνουν, έχουν ως στόχο τον τονισμό του ύψους και της επιβλητικότητας του ναού και διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή.

Στο εσωτερικό των βασιλικών, αρχικά παρατηρείται μια υποβάθμιση του ρόλου και της χρήσης των τοιχογραφιών, εξαιτίας της δυσκολίας προσαρμογής του υπάρχοντος εικονογραφικού προγράμματος στον νέο αρχιτεκτονικό τύπο, ενώ ταυτόχρονα προάγεται η σημασία των φορητών εικόνων, του κατάκοσμου τέμπλου και των ποικίλων αναγλύφων. Ιδιαίτερη αισθητική εντύπωση προκαλούν ακόμη: οι ξύλινες, διακοσμημένες με γεωμετρικά θέματα, ψευδοτρούλους ή διάχωρα με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα, οροφές, παρόμοιες με τις αντίστοιχες των οικιών, οι ξυλόγλυπτοι άμβωνες, οι θύρες με τις πλατιές παραστάδες και το ψηλό μέτωπο, διακοσμημένες ποικιλοτρόπως από περιοχή σε περιοχή, σύμφωνα με την τεχνοτροπία του εκλαϊκευμένου μπαρόκ, καθώς και οι όψεις και οι κόγχες του ιερού με λιθανάγλυφα ή βυζαντινά spolia. 

Αναφορικά με τις τεχνικές κατασκευής, παρατηρείται μία εγκατάλειψη των βυζαντινών τρόπων και ταυτόχρονα αθρόα εισαγωγή αντίστοιχων προερχόμενων από τη λαϊκή αρχιτεκτονική αλλά και πειραματισμοί σε δομικά στοιχεία της παρακμάζουσας ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Ακόμη και οι παραδοσιακοί βυζαντινοί τύποι των καθολικών υφίστανται τροποποιήσεις και αλλοιώσεις, κυρίως στα τόξα και τους θόλους, που οφείλονται σε κατασκευαστικές αδεξιότητες ή προσπάθειες απλοποίησης των οικοδομημάτων. Τα υλικά δομής είναι κατά κανόνα ευτελή, με υπεροχή του ξύλου στις στέγες, στα τόξα, σε γείσα κ.α., συχνά επιχρισμένου ώστε να προσδίδει την εντύπωση μαρμάρου και του γύψου, ο οποίος αντικαθιστά το μάρμαρο σε πλαίσια, φεγγίτες, τόξα, κιονόκρανα κ.α.

Ειδικότερα στην περιοχή της Ηπείρου,ιδρύονται εκκλησιαστικά μνημεία και των δυο κατηγοριών, δηλαδή καθολικά που ακολουθούν τη βυζαντινή παράδοση αλλά και βασιλικές σε διάφορες παραλλαγές, με τις ιδιαίτερες πάντα τοπικές ιδιομορφίες. Μάλιστα,  οι βασιλικές είναι τόσο πολυάριθμες στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, ώστε να χαρακτηριστούν ως ρυθμός της βορείου Ελλάδος, ενώ ο ρυθμός ανέγερσης τους θα αυξηθεί κυρίως μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση της αυτοκρατορίας το 1856 και περαιτέρω μετά την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους. Πρόκειται για οικοδομήματα ιδρυμένα από επώνυμους πλέον κτήτορες και κατασκευασμένα από ευτελή υλικά, τα οποία συνδυάζουν άρρηκτα δεμένα στοιχεία τόσο της προηγούμενης περιόδου, προερχόμενα από τη βυζαντινή παράδοση, όσο και της επικρατούσας λαϊκής αρχιτεκτονικής.

                                                                                 Κωνσταντίνα Ζήδρου

                                                                                 Αρχαιολόγος

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα