19.8 C
Arta
3 Μαΐου 2024

O Νικόλ

Διαβάστε επίσης

Γράφει ο Δημήτρης Βλαχοπάνος

Ήταν μπερμπάντης ο Νικόλ, που τον βάφτισε ο νουνός του Νικόλαο, του κολλήσαμε οι άλλοι το χαϊδευτικό Κολιός, μα εκείνος το άλλαξε στο γυμνάσιο και το έκανε καλλιτεχνικό.
Ήταν, ίσως και λόγω του ονόματος, ένας μικρός εγωιστής ο Νικόλ, που τα ήθελε όλα δικά του. Κι όταν μπήκε στην εφηβεία και ξεκίνησαν οι ερωτικές του ανησυχίες, του κόλλησε η ιδέα του Νικόλ πως όλες οι κοπέλες ήταν δικές του και δεν μπορούσε καμία να του αντισταθεί. Αλλά αυτός δεν μπορούσε σε καμία να σταθεί. Μόλις συμπλήρωνε δυο τρεις μήνες με τη μία, σήκωνε μπαϊράκι και πήγαινε γι’ άλλη. Ώσπου του ήρθε κάποτε ο ουρανός σφοντύλι. Κι όχι αυτουνού μόνο, αλλά και όλων εμάς της παρέας του.
Τα είχε μπλέξει εσχάτως με την Αναστάζια, δηλαδή την Τασιά, καθώς την πρωτοφώναξαν στο χωριό, αλλά αυτό ήταν όνομα χαμηλής στάθμης. Και μόλις πάτησε στο γυμνάσιο το κορίτσι, το άλλαξε και το ’κανε Αναστάζια, έτσι που ν’ ακούγεται ολίγον τι ξενικό και ν’ αρέσει πιο πέρα. Διανύαμε την τελευταία τάξη τού τότε γυμνασίου αρρένων, μόλις Νικόλ και Αναστάζια δέθηκαν σφιχτά με τα σχοινιά τού έρωτος και κολλήσανε ο ένας πάνω στον άλλο. Δε θα ’χει καλό τέλος το δέσιμο αυτό, σχολιάζαμε οι άλλοι, που είχαμε βέβαια τις μικρές ιστορίες μας, αλλά όχι σαν την ιστορία Αναστάζιας και Νικόλ.
Γιατί όλως παραδόξως η σχέση αυτή κράτησε υπέρ το δέον. Τον ξεπέρασε τον Νικόλ. Ξεκίνησε το φθινόπωρο της έκτης γυμνασίου και συνεχίστηκε και το καλοκαίρι. Αλλά ήταν η Αναστάζια κόμματος. Κι ήταν αυτός ένας επαρκής λόγος για να μην ξεκολλά ο Νικόλ από πάνω της. Ψηλή και λεπτή, με φεγγαρένιο πρόσωπο, μακριά μαλλιά, σαρκώδη χείλη, πράσινα μάτια. Ήταν ωραία. Δεν είχε σημασία που το κεφάλι της ήταν από μυαλό φλογέρα. Μα αυτά δε μετρούσαν καθόλου, δεν είχε, άλλωστε, το κορίτσι απαιτήσεις να σπουδάσει και να γίνει δασκάλα, καθηγήτρια και τέτοια που ονειρεύονταν οι καθώς πρέπει κοπέλες. Άντρα γύρευε για να ζήσει καλά. Τώρα τι είχε να της προσφέρει ο Νικόλ για να ζήσει η Αναστάζια καλά, εύρε γύρευε… Χαζοβιόλα τη σχολίαζαν στο χωριό οι δικοί της.
Κι ήρθε μια μέρα ο κεραυνός και μας χτύπησε! Θα πρέπει να ’ταν Σάββατο απόγευμα τέλη Αυγούστου που ήμασταν μαζεμένοι στο σπίτι του Τάκη, όταν έφτασε αγκομαχώντας η Στάθω, κορίτσι της γειτονιάς, και μας ανήγγειλε περισπούδαστα: «κλέφτηκε η Τασιά»! Κουφαθήκαμε. Τι; ξεφωνίσαμε. «Αυτό που ακούσατε, κλέφτηκε η Τασιά», επανέλαβε κατηγορηματικά και δε σήκωνε αντιρρήσεις. Μόλις πήγαινε ν’ ανοίξει κάποιος το στόμα του, του το έκλεινε η Στάθω: «κλέφτηκε η Τασιά».
Κοιταζόμασταν χωρίς να βγάζουμε άχνα. «Πάει το παιδί, καταστράφηκε, την έκανε εντέλει τη…», σκεφτόμασταν αλλά δεν το λέγαμε. Κι ύστερα, σαν ξεπεράσαμε το πρώτο σοκ, ξεκινήσαμε τα ερωτήματα μεταξύ μας: σου είπε ο άχρηστος τίποτα; κατάλαβες κάτι στον χαζοβιόλη; από πότε έχεις να το δεις αυτόν τον λιμοκοντόρο; πού στο διάολο να την πάει το ραμολιμέντο, αυτό δεν έχει φράγκο στην τσέπη…
Κι εκεί που δεν έσκαγε απάντηση στα ερωτήματά μας, σκάει μύτη ο Νικόλ και μας ήρθε σαν να βλέπανε όνειρο! «Εδώ είσαι, μωρέ γκομενάκια»; ορμήσαμε πάνω του όλοι, όταν ξυπνήσαμε. Τα ’χασε εκείνος και μας κοιτούσε με γλαρωμένα τα μάτια του. «Μας είπαν πως…» Τίποτα εκείνος. «Μέχρι πού την πήγες;» Στράβωσε τα μάτια του και προσπαθούσε να μαντέψει τι πήγαιναν να πουν όλα αυτά.
«Μας είπαν πως κλέφτηκες», ανέλαβε ο οικοδεσπότης ο Τάκης να ισιώσει τα πράγματα.
«Εγώ;» έμεινε με την ανάσα κομμένη ο Νικόλ.
«Ναι, εσύ με την Αναστάζια, είπαν πως κλεφτήκατε σήμερα το μεσημέρι», συνέχισε ο Τάκης.
«Έχω να τη δω καμιά βδομάδα, έχουμε αύριο Κυριακή ραντεβού», ψέλλισε κάπως νιώθοντας να λυγίζουν τα γόνατά του.
Άκυρο το ραντεβού της Κυριακής! Δεν πέρασαν παρά λίγα μόλις λεπτά όταν ξανάρθε η Σταθούλα και, παρόντος του Νικόλ, μας έλυσε την απορία με ποιον κλέφτηκε η Αναστάζια.
«Κλέφτηκε, είπαν, μ’ έναν Κατσίκα, τα είχε φτιαγμένα εδώ και πολύ καιρό, πού πήγαν κανένας δεν ξέρει», διευκρίνισε το κορίτσι και τον έριξε στα τάρταρα τον Νικόλ.
Κι εμείς ανασάναμε ανακουφισμένοι. Δεν το χώραγε ο νους μας. Κι ο Νικόλ έκοψε πέρα. Δεν το χώραγε ο νους του πως η Αναστάζια είχε παράλληλη σχέση, δύο γκόμενους η Αναστάζια. Και προτίμησε να κλεφτεί με τον Κατσίκα, που το ’λεγε η τσέπη του, λόγω που ο πατέρας του είχε στην πόλη εμπορικά μαγαζιά! Σμπαράλια ο εγωισμός τού Νικόλ!

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα