20.8 C
Arta
14 Μαΐου 2024

Κόκκινη Εκκλησιά Βουργαρελίου

Διαβάστε επίσης

Το μοναδικό σωζόμενο βυζαντινό μνημείο των Τζουμέρκων

Το μοναδικό σωζόμενο βυζαντινό μνημείο της περιοχής των Τζουμέρκων και ένα από τα ελάχιστα στοιχεία που μαρτυρούν την κατοίκηση και τη σημασία της κατά τη μεσαιωνική περίοδο είναι η Παναγία Βελλά ή Κόκκινη Εκκλησιά. Πρόκειται για το καθολικό μονής, εκτός από το οποίο δεν έχει σωθεί το παραμικρό από τα κελιά ή τα προσκτίσματά της. Βρίσκεται στο συνοικισμό Παλαιοχώρι, 3χμ νότια του Βουργαρελίουκαι ακριβώς δίπλα στην οδική αρτηρία που ένωνε κατά την περίοδο του «Δεσποτάτου της Ηπείρου» την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Ο ναός είναι αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Ωστόσο, είναι περισσότερο γνωστός ως Κόκκινη Εκκλησιά, εξαιτίας του πλήθους των πλίνθων που διακοσμούν τους εξωτερικούς του τοίχους. Αναφέρεται επίσης, κυρίως από τους λόγιους, ως Παναγία Βελλάς, καθώς για κάποιο διάστημα αποτέλεσε μετόχι της ομώνυμης μονής αλλά και ως «Βασιλομονάστηρο», προσωνυμία που αποδίδει την αρχική του λειτουργία ως καθολικό μονής, τη σημασία του και τη σχέση του με τον οίκο των Δεσποτών της Ηπείρου.

Αναφορικά με την ιστορική του πορεία, τα ελάχιστα σωζόμενα στοιχεία καθιστούν δυσχερή τη σκιαγράφησή της. Ωστόσο, το έτος ίδρυσης και ιστόρησης μπορούμε να το προσεγγίσουμε με αρκετή ακρίβεια χάρη στην αποσπασματικά σωζόμενη κτητορική επιγραφή του καθολικού, επάνω από τη δυτική είσοδο του κυρίως ναού. Παράλληλα στην ανατολική πλευρά του νάρθηκα, σώζεται και η τοιχογραφία των δωρητών του ναού. Στο κέντρο, δεσπόζει η Θεοτόκος ένθρονη βρεφοκρατούσα, πλαισιωμένη από δυο αγγέλους. Κάτω από το υποπόδιο της, σε μικρότερη κλίμακα, διακρίνονται κεφαλές αγίων, καθώς και δυο ζεύγη λαϊκών. Αριστερά εικονίζεται ο πρωτοστράτορας Θεόδωρος, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μαρία, ο οποίος κρατά στο αριστερό του χέρι ομοίωμα του ναού με ψηλό τρούλο και το προσφέρει στη Θεοτόκο. Αντίστοιχα δεξιά της Θεοτόκου, ο αδερφός του Ιωάννης Τζιμισκής, συνοδευόμενος επίσης από τη σύζυγό του Άννα. Συνδυάζοντας τα στοιχεία της κτητορικής επιγραφής και τα αντίστοιχα της τοιχογραφίας των δωρητών, προκύπτει ότι το καθολικό ιστορήθηκε δια συνδρομής του πρωτοστράτορα Θεοδώρου Τζιμισκή και του αδελφού του Ιωάννη κατά τη θ΄ Ινδικτιώνα της βασιλείας του Δεσπότη Νικηφόρου και της συζύγου του Άννας Παλαιολογίνας. Επομένως, η ίδρυσή του θα πρέπει να τοποθετηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Επομένως, η ανέγερση και ιστόρηση του καθολικού τοποθετούνται στα τέλη του 13ου αι.

Η μονή ιδρύθηκε επάνω στη στρατηγικής σημασίας οδική αρτηρία, αρκετά μακριά από την πρωτεύουσα Άρτα και θεωρείται ως το πιο απομακρυσμένο από το σύνολο των μνημείων της. Πρέπει να γνώρισε την ύψιστη ακμή της κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου. Σε κάποια χρονική περίοδο, άγνωστο πότε και ενώ είχε περιέλθει σε κατάσταση παρακμής, υπήχθη ως μετόχι στην Ι. Μ. Βελλάς. Ωστόσο, αδιευκρίνιστοι  παραμένουν οι λόγοι της παρακμής και εγκατάλειψής της, όπως  και το χρονικό διάστημα που διετέλεσε μετόχι της Ι. Μ. Βελλάς. Μετά την ίδρυση της Ι. Μ. Αγ. Γεωργίου στο Βουργαρέλι, στα μέσα του 17ου αι., η Κόκκινη Εκκλησιά θα προσαρτηθεί σε αυτή και θα παραμείνει μετόχι της έως τις αρχές του 20ου αι. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., εμφανίζεται ερειπωμένη και εγκαταλειμμένη. Το 1927 θα δημοσιευθεί από τον Α. Ορλάνδο. Τη δεκαετία του 1950 θα κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο. Το 1967 θα υποστεί αρκετές ζημιές από τον σεισμό που έπληξε την περιοχή. Έκτοτε, θα ξεκινήσουν από τον Α. Ορλάνδο εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες, με μικρές διακοπές, θα συνεχιστούν. Σήμερα, το μνημείο ανασκάπτεται, συντηρείται και αναστηλώνεται συστηματικά από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων, ενώ έχει τύχει και αρκετής προσοχής μέσω άρθρων, δημοσιεύσεων και μελετών έγκριτων ερευνητών και επιστημόνων.

Αρχιτεκτονικά, η Κόκκινη Εκκλησιά ανήκει στο σχολή που αναπτύχθηκε στη ΒΔ Ελλάδα, στο πλαίσιο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου και είναι γνωστή στην έρευνα ως «Σχολή του Δεσποτάτου». Θεωρείται ως ένα από τα σημαντικά και χαρακτηριστικά μνημεία της. Έχει κτιστεί στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου δίστυλου ναού. Είναι  ένα σχεδόν ορθογώνιο κτίριο, με τρίπλευρη αψίδα στα ανατολικά και ορθογώνιο νάρθηκα στα δυτικά. Ο κυρίως ναός απαρτίζεται από εννέα μικρά διαμερίσματα. Η εικόνα του εγγεγραμμένου σταυρού διαγράφεται, με σαφήνεια και πλαστικότητα, στις στέγες του κτηρίου, με την ψηλή στέγη στη θέση του τρούλου στο κέντρο, τις ημικυλινδρικές καμάρες των σταυρικών κεραιών να την πλαισιώνουν και να δημιουργούν το σταυρό και τις χαμηλότερες ημικυλινδρικές καμάρες των γωνιακών διαμερισμάτων να εγγράφουν τον σταυρό.

            Ο ορθογώνιος νάρθηκας στεγάζεται στα δυο άκρα του με ημικυλινδρικές καμάρες. Επιπλέον, στη μέση έφερε ημισφαιρικό θόλο, ο οποίος έχει καταπέσει και αντικατασταθεί από σύγχρονη δικλινή στέγη. Ανασκαφική έρευνα δυτικά του νάρθηκα αποκάλυψε λείψανα εξωνάρθηκα, πιθανότατα μεταγενέστερη προσθήκη των χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Μετά την κατάρρευση και εγκατάλειψή του, ο χώρος γύρω από το καθολικό χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο.

            Η επικοινωνία του ναού επιτυγχάνεται σήμερα από δύο θύρες, μία στο μέσο της δυτικής πλευράς και τη δεύτερη στη σταυρική κεραία της νότιας πλευράς. Ωστόσο, αρχικά υπήρχαν τρεις ακόμη θύρες, οι οποίες κλείστηκαν σε μεταγενέστερη φάση. Στο εσωτερικό του κτηρίου, ανοίγεται μόνο η θύρα που οδηγεί από τον νάρθηκα στον κυρίως ναό. Ο φωτισμός εξασφαλίζεται από λίγα, συνολικά έξι, ψηλά τοποθετημένα και ιδιαιτέρως διακοσμημένα δίλοβα παράθυρα. Αξιοσημείωτο είναι το δίλοβο και διακοσμημένο με πολλαπλές πλίνθινες ταινίες παράθυρο που ανοίγεται στο μέσο της κόγχης του ιερού και διέσωσε τμήμα του υάλινου διακόσμου του. Τα σπουδαία αυτά, για τη σπανιότητά τους λόγω της δυσκολίας διατήρησης, ευρήματα επέτρεψαν την ανασύσταση της αρχικής μορφής του παραθύρου και προσέφεραν πολύτιμα στοιχεία για παρόμοιες διακοσμήσεις.

Η τοιχοποιία του καθολικού είναι πλινθοπερίκλειστη. Γενικά, η κατασκευή του μπορεί να χαρακτηριστεί ως απλή, λιτή, με αίσθηση του μέτρου και ελεύθερη διακοσμητική διάθεση. Αξιοσημείωτοςείναι και ο πλούσιος κεραμοπλαστικός διάκοσμος που διανθίζει την εξωτερική όψη του κτηρίου και ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένος στα μνημεία της «Σχολής του Δεσποτάτου». 

Εξίσου σημαντικά είναι και τα ευρήματα στο εσωτερικό του ναού. Πρόκειται γιατα σωζόμενα τμήματα του αρχικού γύψινου τέμπλου αλλά και σπαράγματα του τοιχογραφικού του διακόσμου.

Αναφορικά με το μνημείο συνολικά, μια ιδιαίτερη άποψη είναι αυτή του καθηγητή H. Hallensleben. Μελετώντας την Κόκκινη Εκκλησιά και διαπιστώνοντας τις ομοιότητες, ως προς τον αρχιτεκτονικό τύπο, τον τρόπο κατασκευής αλλά και διακόσμησης, με τον Άγιο Κλήμεντα της Αχρίδας, υποστήριξε ότι τα δυο μνημεία κατασκευάστηκαν από το ίδιο συνεργείο μαστόρων, με την Κόκκινη Εκκλησιά μάλιστα να προηγείται και να λειτουργεί ως το πρότυπο για τον Άγιο Κλήμεντα.

Συμπερασματικά, η Κόκκινη Εκκλησιά αποτελεί ένα από τα ελάχιστα απτά στοιχεία ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή των Τζουμέρκων κατά τη βυζαντινή περίοδο και το μοναδικό σωζόμενο μνημείο. Αρχιτεκτονικά, ο τύπος της θεωρείται συνήθης τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στη «Σχολή του Δεσποτάτου». Αξιοσημείωτος είναι ο πλούσιος κεραμοπλαστικός της διάκοσμος, ο αποσπασματικός ζωγραφικός της διάκοσμος, όπως και τα σωζόμενα τμήματα του γύψινου τέμπλου. Συμπερασματικά, η μελέτη της Κόκκινης Εκκλησιάς, εκτός από τα στοιχεία που προσφέρει στη σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας της περιοχής των Τζουμέρκων, εμπλουτίζει τις γνώσεις και για την τέχνη της περιόδου συνολικά.

                                                                           Κωνσταντίνα Ζήδρου

                                                                                Αρχαιολόγος

Οι φωτογραφίες είναι του Νίκου Μανούση

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα