19.8 C
Arta
20 Απριλίου 2024

Η μεταβυζαντινή ζωγραφική  – Το παράδειγμα της Ηπείρου

Διαβάστε επίσης

     

Μετά την άλωση της Κων/πολης, του  αδιαμφισβήτητου πολιτικού και πνευματικού κέντρου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη συνεπακόλουθη κατάρρευσή της, η βυζαντινή τέχνη δε χάνεται. Αντιθέτως, επιβιώνει και πολύ γρήγορα ανανεώνεται, προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και ξαναρχίζει την ανοδική της πορεία. Η τέχνη της περιόδου μετά την άλωση ονομάζεται μεταβυζαντινή. Ακολουθεί την παράδοση και τους τύπους της παλαιολόγειας εποχής, συνδυάζοντάς τους με δυτικά, γοτθικά – αναγεννησιακά  στοιχεία, τα οποία είχαν ξεκινήσει να εισρέουν στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Αυτοκρατορίας ήδη κατά τους τελευταίους χρόνους της.Πιο συγκεκριμένα, αμέσως μετά την κατάλυση του Βυζαντίου και των αυτόνομων ορθοδόξων κρατών της βαλκανικής, επέρχονται σφοδρές δημογραφικές, πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές ανακατατάξεις. Η προγενέστερη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχει κατακτηθεί, στο μεγαλύτερο τμήμα της, από τους Οθωμανούς, ενώ κάποιες περιοχές της, κυρίως νησιωτικές ή παράκτιες, βρίσκονται υπό την εξουσία των Λατίνων, ιδίως των Βενετών. Αναφορικά με τις οθωμανοκρατούμενες περιοχές, η τέχνη αρχικά ατονεί και περιορίζεται σε λίγα, όχι ιδιαίτερης αισθητικής μνημεία στην κεντρική βαλκανική. Ωστόσο, γρήγορα επανακάμπτει και ανθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι κατακτητές σεβάστηκαν αρκετά την ορθόδοξη εκκλησία, παραχωρώντας της προνόμια, αυτονομία και εξουσίες, ακόμη και κοσμικές, προκειμένου να ρυθμίζει πιο εύκολα και γρήγορα τα ζητήματα μεταξύ των πιστών. Σημαντικότερες ελευθερίες απολάμβαναν τα μεγάλα μοναστήρια.   

    Με αυτόν τον τρόπο, στηρίχτηκε, κατά κύριο λόγο και η μεταβυζαντινή τέχνη οικονομικά, πνευματικά και καλλιτεχνικά, καθώς αποτελούσε το μέσο που εξηγούσε, σαφέστερα και απλούστερα, το δόγμα της εκκλησίας στον λαό. Παράλληλα, διάφορα προνόμια και αυτονομίες παραχωρήθηκαν και σε πόλεις, ομάδες κοινοτήτων, ιδρύματα ή μεμονωμένα πρόσωπα. Από αυτά, επωφελήθηκαν οι Έλληνες και με την ταυτόχρονη και συνεχή ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας κατόρθωσαν να συγκροτήσουν μία ισχυρή, πλούσια και με επιρροή κοινωνική τάξη. Η προαναφερθείσα τάξη, επιθυμώντας να διατηρήσει το εθνικό φρόνημα και την πολιτική και πολιτιστική της ταυτότητα, στήριξε με κάθε μέσο, υλικό και πνευματικό, τη μεταβυζαντινή τέχνη, μέσω της οποίας εξέφραζε τους πόθους και τις ανησυχίες της.

    Αντίθετα, στις λατινοκρατούμενες περιοχές, οι συνθήκες διαφέρουν. Η ορθόδοξη εκκλησία  βρίσκεται υπό τον έλεγχο της δυτικής – καθολικής, με όρους που ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή, αποκομμένη από το Πατριαρχείο. Η βυζαντινή παράδοση διατηρείται από τον ανώτατο κλήρο και την τοπική ελληνική αριστοκρατία. Ανάμεσα στις συγκεκριμένες περιοχές, αξιομνημόνευτο θεωρείται το παράδειγμα της ‘’κρητικής σχολής’’, με κέντρο το νησί της Κρήτης. Πρόκειται για μία πρωτοποριακή σχολή, με ειδίκευση στις φορητές εικόνες. Υποστηρίχτηκε από μία πλούσια τάξη Ελλήνων εμπόρων – βιοτεχνών, περιλαμβάνοντας πληθώρα καλλιτεχνών, ορισμένοι μάλιστα  πρώτης γραμμής, με συχνές επαφές και σχέσεις με τη δύση, εισάγοντας, κατά συνέπεια, στην τεχνοτροπία τους και πολλά αναγεννησιακά στοιχεία, άλλοτε αφομοιώνοντάς τα με τα βυζαντινά πρότυπα και άλλοτε όχι. Οι καλλιτέχνες αυτοί, αποκτώντας μία ιδιαίτερη φήμη, άρχισαν να προσκαλούνται σε διάφορες περιοχές, ακόμη και στα μεγάλα μοναστήρια, τα οποία, έως τότε, αντιμετώπιζαν την τέχνη τους με σκεπτικισμό. Έτσι, πέτυχαν την άνθιση της μνημειακής ζωγραφικής και την ακμή της μεταβυζαντινής τέχνης.

    Γενικά, η μεταβυζαντινή τέχνη ξεκινά δειλά, κυρίως με την παραγωγή φορητών εικόνων, στον 15ο αι. Από τον 16ο αι., αρχίζει η περίοδος της ακμής της. Τα έργα της πληθαίνουν με τοιχογραφίες και φορητές εικόνες, ενώ εμφανίζεται και μία ομάδα κορυφαίων καλλιτεχνών όπως: ο Θεοφάνης, ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Γεώργιος Κλότζας κ.α. Η φθίνουσα πορεία και η παρακμή της εντοπίζεται στις αρχές του 18ου αι. Η τεχνοτροπία ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με την παράδοση της και την συχνότητα των επαφών της με τη δύση. Συνίσταται, κυρίως, στον τρόπο συνδυασμού των παλαιολόγειων με τα αναγεννησιακά πρότυπα και στοιχεία. Συμπερασματικά, η μεταβυζαντινή ζωγραφική δύναται να οριστεί ως ρυθμική, ισορροπημένη, κλασικίζοντος ύφους, προσαρμοζόμενη στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής και εποχής και συνεχώς εξελισσόμενη, προκειμένου να εκφράσει τόσο τα νέα δεδομένα όσο και τις διαχρονικές αλήθειες της ορθοδοξίας.

Ειδικότερα, η Ήπειρος θεωρείται μία απομακρυσμένη επαρχία του Βυζαντίου στα δυτικά του σύνορα, όπου τα νέα ρεύματα της τέχνης έφταναν με κάποια καθυστέρηση και αφομοιώνονταν με τρόπο πολύ ιδιαίτερο, επηρεασμένο από τις εγχώριες παραδόσεις. Ως περιοχή δεν αποτέλεσε μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο. Ωστόσο, κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, με την ίδρυση του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, παρατηρείται άνθιση και ακμή των τεχνών.

    Κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, η Ήπειρος, περιλαμβάνοντας και τμήματα της σύγχρονης Αλβανίας, συγκρότησε μία επαρχία εξαρτώμενη εκκλησιαστικά από την Αυτοκέφαλη Επισκοπή της Αχρίδας αλλά ταυτόχρονα με ισχυρούς δεσμούς και σχέσεις με το Πατριαρχείο Κων/πολης. Αντίθετα με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, η Ήπειρος, με κέντρο την πόλη των Ιωαννίνων, ευνοήθηκε από τους κατακτητές με την παραχώρηση προνομίων και ελευθεριών.

    Πιο συγκεκριμένα, τα Γιάννενα απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια, τα οποία συντέλεσαν στην αναγέννηση και επανάκαμψη του εμπορίου, διευκόλυναν και πολλαπλασίασαν τις επαφές με τη δύση και ιδιαίτερα με τη Βενετία, σε βαθμό ανάλογο με τις αντίστοιχες της Κρήτης και ευνόησαν την ανάπτυξη μίας ισχυρής κοινωνικά και οικονομικά ελληνικής τάξης, με πυρήνα μέλη αριστοκρατικών οικογενειών της Κων/πολης. Οι προαναφερθέντες παράγοντες συνέβαλαν στην επιβίωση και προώθηση της μεταβυζαντινής τέχνης. Γενικά, η καλλιτεχνική δραστηριότητα συνεχίζει αδιάκοπα την πορεία της κατά τον 15ο αι. Εντείνεται τον 16ο και ακόμη περισσότερο τον 17ο αι. Αξιοσημείωτη είναι και μία ιδιαίτερη τεχνοτροπία, που εμφανίζεται κατά τον 16ο αι., με πολλά δυτικά στοιχεία και ελάχιστους περιορισμούς από τα μεγάλα μοναστικά κέντρα, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για σχολή. Η ιδιοφυΐα του Φράγκου Κατελάνου και άλλων συγχρόνων του καλλιτεχνών έφτασαν την τέχνη αυτή στο απόγειο της, ενώ συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο εκλεπτυσμένες της μεταβυζαντινής περιόδου. Τέλος, σημαντικές θεωρούνται και οι καλλιτεχνικές σχέσεις και ανταλλαγές με την Αιτωλοακαρνανία και τη Θεσσαλία, περιοχές όμορες και με κοινή ιστορική και καλλιτεχνική διαδρομή.

Κωνσταντίνα Ζήδρου

Αρχαιολόγος 

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα