20.7 C
Arta
19 Μαΐου 2024

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΓΗ…

Διαβάστε επίσης

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ…θέσεις για το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, τη ΦΥΣΗ, το ΚΥΝΗΓΙ γράφει ο Κώστας Λύτρας

Επιστρέφουν και οι άνθρωποι σαν τα πουλιά τα διαβατάρικα. Έρχονται να «φωλιάσουν» εκεί που τους καλεί η καρδιά και οι μνήμες τους ! Εκεί που αναβιώνει το παιδικό όνειρο, εκεί που μπορούν να ζήσουν σαν άνθρωποι…Στο χωριό αντίκρυ στη θάλασσα, ή στο γενέθλιο σπίτι πάνω στο βουνό, στον κάμπο ή στο ποτάμι που κρατάει τις ρίζες τους.

Όπως τα χελιδόνια και τα πουλιά της αποδημίας, γυρίζουν πάντα στα ίδια μέρη. Αχ, αυτό το χωριό!

Οι οικονομική κρίση και οι προγνώσεις των απανταχού κινδυνολόγων, μας σπρώχνουν φέτος νωρίτερα στην πατρώα γη. Πάνε δεκαετίες πια, από τότε που σκόρπισαν οι νεοέλληνες στα μεγάλα αστικά κέντρα. Θα γυρίσω πίσω και τώρα, όπως δεκάδες νύκτες του χρόνου που ταξιδεύω στο χωριό.

«Κώστα, ε Κώστα..» ακούω τη φωνή της γιαγιά μου, της Ελένης. Μοσχομύριζε ρίγανη, έτσι τη θυμάμαι πάντα. Είχε μια μεγάλη ποδιά, πάντα φορτωμένη με τα καλούδια του βουνού.

Και άπλωνε τη χερούκλα της, γεμάτη αγριοκέρασα! Ήταν μεγάλα τα χέρια της ροζιασμένα από τότε που βγήκε από την κοιλιά της μάνας της. Έτσι νόμιζα πάντα, όταν την έβλεπα συνέχεια ολημερίς στον μόχθο.

Βλέπω την κληματαριά στα όνειρα και μετράω ξαπλωμένος τις νύκτες τις ρόγες των σταφυλιών. Ξαπλώνω κάτω από τα τσαμπιά και παίζω με τα αργόσυρτα ταξίδια του φεγγαριού στον κόσμο των άστρων. Μετράω αστέρια και διαγράφω καθημερινά βάσανα. Εκεί, στην κληματαριά στο χωριό, ο κόσμος πλάστηκε για να ξεχνάς τα όχι της ζωής…

Γι’ αυτό επιστρέφω πάντα στο χωριό. Εδώ, περιχύνουν τα τσουρέκια με σοκολάτα, τα φτιάχνουν και τα τρώνε καθημερινά. Ακόμη και στις νηστείες…Και βγάζουνε κάθε Κυριακή συνταγές μαγειρικής στις εφημερίδες τους.

Ακόμη και οι καλόγεροι γράφουν βιβλία με συνταγές μαγειρικής!

Όλα γύρω μας, βιώνουν τη λογική του σοκολατένιου τσουρεκιού. Τη λογική της εφήμερης επικάλυψης, «του κάθε μέρα Πάσχα»…

Αν μπορούσαν θα κάνανε τις κερασιές να καρπίζουν και το φθινόπωρο, αν μπορούσαν θα βάζανε ένα καλοκαίρι στο καταχείμωνο.

Α ρε γιαγιά, θα γυρίσω πίσω. Όσο μπορώ με λιγότερα πράγματα μαζί μου. Θα γυρίσω πίσω, ψάχνοντας τη μυρωδιά της ρίγανης, της μέντας, του θυμαριού, ψάχνοντας την πορτοκαλί ρόγα της κληματαριάς, με την πρωινή δροσοσταλίδα χάδι.

Κι όταν κουρασμένος θα σταθώ, εκεί στην ανηφόρα για τις κορφές των θεών, θα δροσιστώ με τα βλογημένα βατόμουρα του καλοκαιριού της βροχής και του ήλιου.

Θα πάρω την κόσα, να θερίσω στο ορεινό λιβάδι. Θα πάρω το ξύλινο άπατο καλούπι, να δέσω το χόρτο σε μπάλες και όταν μεσημεριάσει θα χάσω για δυο ώρες τη ζωή, κάτω από την καρυδιά. Εκείνη που έσπειρες γιαγιά, με σπόρο απ’ την Πατρίδα. Και εκεί πάνω στο χαλαρό μεσημεριανό απόκαμα, θα φέρω τα πνεύματα των προγόνων, να δούμε τη φετινή σοδειά, να «κόψουμε πατήματα» στις γκιόλες για γουρούνια, να ψάξουμε του λαγού την κακαράντζα. Να πάμε στα αλώνια, να δούμε τις μαυρομάτες να σφίγγουν τα στάχυνα δεμάτια, με δύναμη και χάρη, σιγοψιθυρίζοντας σκοπούς της Ανατολής, για ξενιτεμένους ντελικανλήδες.

Θα γυρίσω πίσω, ν΄ακούσω και να δω το γύρισμα του κοπαδιού. Εκεί στο σούρουπο, τότε που κάθε γελάδα και βόδι ξέκοβε από το κοπάδι και πλησίαζε το μαντρί. Να δω ξανά τον Μπόζο, το αγαπημένο μου βόδι…

Είχε μια γλώσσα τεράστια και θυμάμαι που με έγλειφε στο πρόσωπο…Έψαχνα -πάντα στα κρυφά- κριθάρι. Κι αφού γέμιζα τις χούφτες μου, τον πλησίαζα, γεμάτος θρίαμβο. Ήταν ο φίλος μου…Ήμουνα τριάντα κιλά κι αυτός ίσως τριακόσια…Ήμουνα ίσα με μια μαγιάτικη τσουκνίδα ψηλός κι αυτός ίσαμε τη σκεπή του αχουριού. Ήταν όμως ο φίλος μου, τον πίστευα και με πίστευε…Χάθηκε ένα χειμώνα. Μάλλον τον «έδωσε» ο παππούς, σε μένα είπανε ότι δεν γύρισε πίσω με το κοπάδι…

Πίσω πάλι στο χωριό!

Να πιω και να κεράσω γκαζόζα στο καφενείο του χωριού. Να βρέξω με διπλοβρασμένο τσίπουρο, λαρύγγι και καρδιά. Και για μεζέ φουρνιστό, το ζυμωτό που λέγαμε τότε. Να δω τον φούρνο να καίει, έτοιμος να δεχθεί τις μικρές – μαύρες στρογγυλές φόρμες, με τα ξεχειλισμένα ζυμάρια.

Να πλυθώ με το νερό του ξύλινου βαρελιού, στη σκιά της μουριάς, ακούγοντας το κάλεσμα του αηδονιού…

Να πετροβολήσω τη νεροφίδα που στήνεται πονηρά πίσω απ’ τα νούφαρα, περιμένοντας τον μικρό βάτραχο. Να με περιμένει η γιαγιά μου η Ελένη, με το γκιούμι γεμάτο ξινόγαλο, σαν καλωσόρισμα ψυχής.

Να μου δώσει ο παππούς, το δίκαννο να ρίξω ψηλά, σημαδεύοντας με τις κάννες την κίνηση του πουθενά…

Μια τουφεκιά για τον Μπόζο που δεν θα ξαναδώ και μια σαν χαίρε στα πνεύματα των προγόνων.

Γιατί εκεί ψηλά, παππούδες όλων είναι όλοι οι γέροι του χωριού, ταυτόχρονα και θείοι και συγγενείς.

Έτσι γινότανε για αιώνες, έτσι θα γίνεται πάντα, όσο έρχονται καλοκαίρια επιστροφής εκεί στην Ήπειρο και σε όλα τα μέρη.

Στις ομορφιές που οι θεοί μοιράσανε απλόχερα σε κάμπους και βουνά, σε λίμνες σε ποτάμια, σε θάλασσες και πέλαγα. Εκεί που ακούσαμε το πρώτο κάλεσμα της φύσης στο σώμα και την καρδιά, εκεί που ακούσαμε για πρώτη φορά το κουδούνι του σχολείου.

           Καλό αντάμωμα αδέλφια.

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα