19.8 C
Arta
22 Νοεμβρίου 2024

Το φτύσιμο

Διαβάστε επίσης

Στον φίλο μου Στάθη Μαυρίδη
Ήταν ένας θεόρατος άντρας ο Στέργιος. Δεν τον έπιανε το μάτι μας με τη μια. Έπρεπε να τον κοιτάξουμε δύο και τρεις φορές για να τον συλλάβουμε σε όλο το μέγεθός του. Όταν μπήκε πρώτη φορά στο εργοτάξιο της ΔΕΗ και μας καλημέρισε, ήταν σαν να εισέβαλε βιαίως και να κάθισε πλάι μας μπουλούκι ολόκληρο. Μας φαινόταν απίστευτο πως αυτός ο άντρακλας θα εργαζόταν μαζί μας έξω στο λιγνιτωρυχείο. Αυτός έκανε για παλαιστής, για πυγμάχος, θηριοδαμαστής… Μόνο για εργάτης δεν έκανε της ΔΕΗ.
Μας είπε την ιστορία του ο άνθρωπος. Ήταν, λέει, στο σωματείο φορτοεκφορτωτών και περνούσαν χιλιάδες τόνοι κάθε μέρα απ’ τους ώμους του. Και μοιάζανε όντως οι πλάτες του δυο λόφοι με τη ραχοκοκαλιά του να περνά σαν δρόμος ανάμεσά τους. Κι οι παλάμες του σαν τεράστιες τανάλιες. Φοβόσουν ν’ απλώσεις το χέρι σου να τον χαιρετίσεις. Χανόταν μέσα στη δική του παλάμη, χώρια που διέτρεχες τον κίνδυνο να σου σπάσει κανένα κόκαλο και να μείνεις σακάτης. Όσο πιάνανε οι δυο δικές μας παλάμες τόσο έπιανε η μία η δική του!
«Αυτές οι παλάμες πασπάτεψαν κορμιά και κορμιά γυναικών», περηφανευόταν ο Στέργιος, που οι επιδόσεις του στις ερωτικές περιπέτειες ήταν άνευ προηγουμένου. Μα είχε ο μπαγάσας μια περίεργη αδυναμία στις ξένες γυναίκες, τις βαλκάνιες ως επί το πλείστον. Αλλά δεν τον χάλαγε και καμιά μαύρη εξ Αφρικής. Ποιος ξέρει, μπορεί να ικανοποιούσε μαζί τους και τίποτε βίαια βίτσια. Κι εκείνες που νοιάζονταν για το χρήμα μονάχα, πιθανόν να μην του φέρνανε αντίρρηση.
«Άλλο η γυναίκα που πήρες με στεφάνι κι άλλο η πατσαβούρα η γκόμενα», σχολίαζε ο Στέργιος συχνά, θέλοντας προφανώς να μας πει πως ήταν κι ένας καλός οικογενειάρχης συνάμα, που του έτρεφε η γυναίκα του σεβασμό και τον είχαν περί πολλού τα παιδιά του. Και δεν είχαμε λόγους ν’ αμφιβάλλουμε εμείς οι κοινοί θνητοί. Ούτε κι όταν μας ανακοίνωνε με κομπασμό πως το ένα τρίτο του μισθού του το κρατά για δικό του λογαριασμό και τα δύο τρίτα πάνε για τις ανάγκες της οικογένειας, απ’ την οποία δεν έλειπε τίποτε, διευκρίνιζε.
Μα οι πολλές καταχρήσεις -γυναίκες, τσιγάρα, ξενύχτι, ποτό- αν δεν πειράζουν το σώμα, πειράζουν οπωσδήποτε την καρδιά. Και η καρδιά τού φίλου και συναδέλφου μας Στέργιου παρουσίαζε το τελευταίο διάστημα κάποια προβληματάκια… «Να φυλάγεσαι», του σύστησε ο καρδιολόγος του. «Περιόρισε τα ξενύχτια σου, το τσιγάρο και το ποτό, μα περιόρισε πιο πολύ τις γυναίκες», τον προειδοποίησε ο χριστιανός. «Δε σε βλέπω καλά», επιχείρησε να τον φοβίσει και να του τραβήξει τα γκέμια!
Σαν να του είπε να κάνει ακριβώς το αντίθετο. «Ό,τι προλάβουμε», αποφάσισε ο Στέργιος. Και μας το επαναλάμβανε κάθε μέρα εν είδει επιμύθιου στην κουβέντα μας. Πήρε χαμπάρι η γυναίκα του η Βυσσινιά και προσπάθησε να του βάλει χαλινάρι εκείνη, αφού πήγαν τζάμπα οι συμβουλές του γιατρού. Κι είναι αλήθεια πως μείωσε τις εξόδους τα βράδια αισθητά. Και υποσχέθηκε πως θα κόψει το τσιγάρο οσονούπω. Και το ποτό. Τα πέντε ποτά που κατέβαζε κάθε βράδυ, τώρα τα έκανε τρία, με προοπτική να τα φτάσει στα δύο για να καταλήξει στο ένα, όσο να φτάσει τελικά στο κανένα!
Μα το άλλο τού στεκόταν αδύνατο να το κόψει. Κι ήταν που τα ’μπλεξε το τελευταίο διάστημα με μια καλλονή εκ Βουλγαρίας, τη Μαργκρέτ, που τη φώναζε Μαργαρίτα, καθώς αδυνατούσε να προφέρει σωστά το Μαργκρέτ. Και το πήρε απόφαση να σταματήσει την αναζήτηση άλλων ερωτικών συντροφιών. Του έφτανε η Βουλγάρα Μαργκρέτ. Κι έγινε μαζί της καψούρα. Κι άρχισε της τσιριμόνιες ξανά. Πύκνωσε τις εξόδους, τα ποτά, τα τσιγάρα, «ό,τι προλάβουμε», το φιλοσοφούσε ο Στέργιος, μα άρχισε τώρα να τα παίρνει γερά στο κρανίο η γυναίκα του η Βυσσινιά, που έβλεπε να μένει στους πέντε δρόμους το σπίτι της, αν πάθαινε κάτι εκείνος.
Μα εκείνος ακάθεκτος. «Μια ματιά σου μόνο φτάνει αεροπλάνο να με κάνει», άκουγε μέσα του το ρεφρέν και γύρευε να σβήσει τη δίψα του χωμένος στη ζεστή αγκαλιά της Βουλγάρας Μαργκρέτ. Κι ήταν στιγμές τώρα που γινόταν έξαλλη η Βυσσινιά, καθώς μάντευε πως του τρώει το μεδούλι η καριόλα, έτσι καθώς τον ένιωθε δαγκωμένο και ξεμυαλισμένο μαζί της, αν και δεν ήξερε τι μέρος του λόγου είναι αυτή. Και του ζητούσε επιμόνως να μαζευτεί σπίτι του και να νοιαστεί τα παιδιά του. «Δε σας λείπει τίποτε, άσε με να προλάβω να χαρώ τη ζωή μου», της αντέτεινε κι έβγαινε το σουρούπωμα χτυπώντας πίσω την πόρτα.
Κι έγινε! Το σουρούπωμα εκείνο την έχωσε ως συνήθως στο 4Χ4 και την οδήγησε στο γνωστό τους κρυφό καταφύγιο, εκεί που δεν έφτανε ανθρώπινο μάτι και δε διατάρασσε την ηρεμία του τοπίου ο παραμικρός ήχος. Κι επιδοθήκανε τα παιδιά στα γνωστά χάδια, με τη Μαργκρέτ να του ψιθυρίζει στο αφτί «είσαι το τέλειο άντρα, αγκαπώ πολύ Στέργκιος, θέλω γκίνω γκυναίκα σου». Ανάψανε τα κορμιά τους, κόχλαζε στις φλέβες το αίμα τους, δε χωρούσαν στα ρούχα τους, τα πετάξανε από πάνω τους και μεταφερθήκανε στην πίσω καμπίνα του 4Χ4 για μεγαλύτερη άνεση. Κι εκεί που άπλωσε τα χέρια η Μαργκρέτ για να σφιχτεί πάνω του, ένιωσε το σώμα του παραλυμένο και την ανάσα του να ’χει σβήσει. Τρόμαξε. Φώναξε, ξαναφώναξε το κορίτσι, «Στέργκιο αγκάπη μου, μίλα μου». Μιλιά δεν έβγαζε ο Στέργιος, η αγάπη της. Ούτε ανάσα.
Έπεσε ο Στέργιος ηρωικώς μαχόμενος στο καταφύγιο της μάχης! Τρελάθηκε η Μαργκρέτ. Μάζεψε τα ρούχα της και ντύθηκε όπως όπως. Άφησε να κοιμάται τον Στέργιο και κάλεσε το 100 απ’ το δικό του κινητό, ήξερε το κορίτσι από τέτοια. Είπε αυτά που είπε, τα είπε όπως τα είπε και τράβηξε τρέχοντας να σωθεί μακριά απ’ το μοιραίο καταφύγιο χωρίς ν’ αφήσει τα ίχνη της.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα χτύπησε στο σπίτι του το τηλέφωνο. Τη ζώσανε τα φίδια τη Βυσσινιά τέτοια ώρα. «Ελάτε στο νοσοκομείο. Είναι κάτι επείγον, μην καθυστερείτε», της ζήτησαν. Μούδιασε το κορμί της, δεν κατάλαβε ούτε πότε ντύθηκε ούτε πότε βγήκε στο δρόμο ούτε πότε έφτασε το ταξί στο νοσοκομείο. Έπεσε πάνω σε δύο αστυνομικούς. Που την περίμεναν και την οδήγησαν στο νεκροτομείο. «Αυτός είναι ο άντρας σας;» τη ρώτησε ο ένας, ενώ ο άλλος τραβούσε το άσπρο σεντόνι απ’ το πρόσωπό του. Κατέρρευσε! Την έπιασε και την κράτησε όρθια ο πρώτος. «Αυτός», ψέλλισε γνέφοντας προς τα κάτω.
Και γύρισε την πλάτη να φύγει. Κι ούτε άκουσε τι ψέλλισε ο αστυνομικός, αλλά διαισθάνθηκε ότι τα συλλυπητήριά του είχαν μέσα τους μια δόση ειρωνείας. Και χτύπησε δυνατά η καρδιά της. Κι ένα κύμα οργής σηκώθηκε μέσα της. Κι ένα αλλιώτικο πείσμα κατέκλυσε την ψυχή της. Κι έσφιξε τις παλάμες της και τα δόντια της. Και στράφηκε ξαφνικά πίσω. Πλησίασε τη σορό του και κοίταξε αγριεμένη το πρόσωπό του που το αφήνανε ξέσκεπο ακόμα. Έκανε μια βίαιη κίνηση το κεφάλι της με τρεμάμενα τα σαγόνια της και πετάχτηκε απ’ τα χείλη της ένα ηχηρό κι ασυγκράτητο «φτου σου».
Μείνανε σύξυλοι οι αστυνομικοί! Κι εκείνη πήρε το δρόμο κι έφυγε με τα πόδια μπαρουτιασμένη!

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα