16.8 C
Arta
3 Μαΐου 2024

Ο Λέων

Διαβάστε επίσης

Υπάρχουν πολλοί ελαφρόμυαλοι ανάμεσά μας. Δεν είναι ούτε ένας ούτε δύο. Κι αναρωτιέσαι πώς γίνεται να είναι μορφωμένος κανείς με σπουδές και πτυχία και να φέρνεται με τόση απύθμενη βλακεία που τον κάνει ραμολιμέντο. Τελικά δεν πάει καλά ο κόσμος!

Ο Λέων, άλλως πως Λεωνίδας, όπως τον βάφτισε ο παπάς, ήταν ένα χαϊδεμένο παιδί. Και κακομαθημένο. Μοναχογιός που του είχε η μάνα του αδυναμία, γιατί της έμοιαζε. Και δεν τολμούσε να του κάνει παρατήρηση ο πατέρας του για τις ανοησίες που σωρηδόν έκανε. «Μη, Κώτσιο, το παιδί, δε σκότωσε δα κι άνθρωπο… Παιδί είναι, έτσι κάνουν τα παιδιά», πεταγόταν η Σπυρίδω και τον μάζευε τον άντρα της, που δεν το χώραγε το μυαλό του να κάνει βλακείες το σπουδαγμένο παιδί του. 

Χαρτοπαίχτης ο Λέων, κυνηγός, τεμπέλης, αδιάφορος, άνθρωπος πέρα βρέχει. Προκόβανε οι άλλοι οι συνομήλικοί του και γύριζαν με τ’ αμάξια τους, περιποιημένοι με καλά ρούχα, με την οικογένεια, τις παρέες τους, έτσι όπως αξίζει να είναι οι καθώς πρέπει άνθρωποι. Και πήγαινε να σκάσει ο πατέρας του καθώς τον έβλεπε ρέμπελο, ρεμπεσκέ και κακόμοιρο, κακοντυμένο και αξύριστο, χωρίς αυτοκίνητο, να γίνεται φόρτωμα στον έναν και στον άλλον, να τον αποφεύγει κι ο τελευταίος του χωριού. Γιατί δεν του φτάνανε αυτά, είχε χούι ο Λέων να ζητά για ψύλλου πήδημα δανεικά απ’ τον έναν και τον άλλον. Δανεικά και αγύριστα, φυσικά. Κι όσοι την πατούσαν μια φορά, τη δεύτερη τον έδιωχναν με βρισιές.  

Αλλά ήταν που το έπαιζε ο Λέων και καζανόβας. Και έψαχνε να βρει ευκαιρίες να την πέσει σε καμιά παραδαρμένη ψυχή, καλλιεργώντας μάλιστα την ψευδαίσθηση πως δε θα φάει απ’ το κορμί της μονάχα, μα θα φάει κι απ’ την τσέπη της. Η ματαιοδοξία του ξεπερνούσε τα όρια. Κι ήταν αυτή που τον έκανε να μη λογαριάζει ούτε τη γυναίκα του Λίνα ούτε κανένα απ’ τα τέσσερα κορίτσια του που πλησίαζαν την ηλικία της παντρειάς.

Τέλειωσε ο Λέων το Πολυτεχνείο, είχε γνωστούς πολιτευτές ο πατέρας του και τον έχωσε στο τεχνικό τμήμα του ΟΤΕ. Γνώρισε σε κάποιο σεμινάριο του Οργανισμού την Άσπα. Συνάδελφος η Ασπασία, πτυχιούχος κι αυτή του Πολυτεχνείου, μα επιπλέον κουλτουριάρα η Άσπα, της το ’παιξε τάκα τάκα κουλτουριάρης κι εκείνος, αλλιώς δε γινόταν, πιάνανε στα διαλείμματα την κουβέντα περί τέχνης και ποίησης και ξεχνούσαν να ξαναμπούν στην αίθουσα για τη συνέχιση του σεμιναρίου. Ήθελε η Άσπα μια σχέση, την είχε απόλυτη ανάγκη, στερημένη σαρανταπεντάρα γυναίκα με σύζυγο πάσχοντα από σκλήρυνση κατά πλάκας, την κατάφερε ο Λέων, άλλο που δεν ήθελε η Άσπα, συνήφθη το ειδύλλιο και πήραν το δρόμο τους τα συνακόλουθα. Και πετούσε στα ουράνια ο Λέων. «Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει». Γιατί του άρεσε τώρα να κάνει κάπου κάπως γνωστό το αμόρε του.  

«Έλα στο χωριό μου να πιούμε καφέ», παράγγελνε στην Άσπα. Κι έμπαινε εκείνη στο αμάξι της και το δειλινάκι πίνανε οι δυο τους στο χωριό του καφέδες. Και τους βλέπανε οι χωριανοί του. Και βλέπανε και οι κόρες του τον πατέρα τους να χαριεντίζεται με μιαν άγνωστη στην ίδια πάντοτε καφετέρια. Μια φορά, δυο, τρεις, ανησύχησαν. Και περισσότερο ακόμα σαν τον βλέπανε στον τηλεφωνικό θάλαμο να στέκεται ώρες με το ακουστικό κρεμασμένο στο αφτί και να μην κλείνει το στόμα του. Κι όσο να ’ναι, πήγαιναν σπίτι και το κουβεντιάζανε με τη μάνα τους.  

Μα ο Λέων απτόητος. Το κουβέντιαζε κι αυτός με τους φίλους του και περηφανευότανε πως βρήκε τη γυναίκα που ονειρευότανε στη ζωή του. Και δεν του φτάνανε οι φίλοι του. Έκανε τον τρανό και αχτύπητο εραστή και στις φίλες της Λίνας, ακόμα και στις ξαδέρφες της. Χωρίς να λογαριάζει ο επηρμένος πως οι φίλες και οι ξαδέρφες ήταν σαφέστατα με το μέρος της γυναίκας του. Και πήγαιναν και της τα ’λεγαν, «έτσι κι έτσι μας λέει ο προκομμένος σου». Κι άναβε λίγο λίγο η φωτιά στην ψυχή της, ώσπου έγινε η φωτιά πυρκαγιά και μπουρλότο.

Βάζει το απόγευμα ο Λέων το κλειδί του στην πόρτα, ύστερα απ’ τις ευχάριστες στιγμές που απόλαυσε στο αμάξι της Άσπας. Μα ανοίγοντας σκόνταψε πάνω σ’ έναν ξεθωριασμένο σάκο που έμοιαζε να περίμενε εκείνον. Και αντίκρισε απέναντι τη γυναίκα του έξαλλη. «Τι σημαίνει αυτό;» πρόλαβε να ψελλίσει.

«Πάρ’ τον και τσακίσου από εδώ, ασυνείδητε, στη μάνα σου γρήγορα, ξεκουμπίσου, ξετσίπωτε», ούρλιαξε εκείνη και τον πέταξε με τις κλοτσιές έξω. 

Το βράδυ κοιμήθηκε ο Λέων στων γονιών του. Και δυο τρία βράδια επίσης. Μα δεν άντεξε περισσότερο. Τον πήραν με τις πέτρες και οι άλλοι: «χώρισε ο Λεωνίδας;» Μα ο Λεωνίδας δεν είχε ψυχή να χωρίσει. Την τέταρτη μέρα παρουσιάστηκε με το κεφάλι ως την κοιλιά του σκυμμένο στη Λίνα κι έπεσε στα πόδια της ζητώντας συγνώμη και δίνοντας την υπόσχεση πως τέλειωσε το ειδύλλιο και δε θα το ξανακάνει άλλη φορά!!! 

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα