25.8 C
Arta
19 Μαΐου 2024

Η Μένη

Διαβάστε επίσης

Βρέθηκα ξαφνικά από απένταρος και κακομοίρης κονομημένος και μάγκας. Και γυναικάς. Δεν πρόλαβα καλά καλά να πιάσω καρέκλα στην υπηρεσία μου ως υπάλληλος της ΔΕΗ, και μ’ έπιασε η τύχη μου απ’ το λαιμό και με πέταξε στα ουράνια, θεό μ’ έκανε!
Βρήκα τους συναδέλφους μου προβληματισμένους εκείνο το πρωινό που μπούκαρα στο γραφείο.
«Τι έχετε εσείς κι είστε λες κι ήπιατε το αμίλητο νερό;» τους πείραξα ελαφρύνοντας την ατμόσφαιρα.
«Ε να, μωρέ», ανέλαβε να μου εξηγήσει ανόρεχτα κάποιος. «Έφερε ο άνθρωπος αυτό το λαχείο για το συνάδελφό μας τον Τάκη, αλλά αυτός πήρε μετάθεση κι έμεινε στα χέρια μας το χαρτί. Και μας έρχεται κακό να του το γυρίσουμε πίσω του ανθρώπου. Μήπως το θέλεις εσύ;»
«Γι’ αυτό, μωρέ, είστε έτσι κατσουφιασμένοι;» πέρασα στην επίθεση. «Φέρ’ το εδώ, ρε παιδί μου», έκραξα και το άρπαξα απ’ τα χέρια του, δίνοντας και στον λαχειοπώλη το αντίτιμο των πενήντα δραχμών.
Κι έτσι βρέθηκε στα δικά μου χέρια το λαχείο που έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια του Τάκη. Δυο τρεις μέρες μετά, βάζω κάτω τον κατάλογο με τους τυχερούς αριθμούς και μου ’ρθε ζαλάδα! Ένα φως άστραψε ξαφνικά στο μυαλό μου και πλημμύρισε ολόκληρο το κεφάλι μου. Κέρδισα τον πρώτο λαχνό! Κοίταξα δεν ξέρω πόσες φορές τον αριθμό ώσπου να το πιστέψω. Και την επόμενη μέρα, χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι, έβαλα στην τσέπη μου κάπου μισό εκατομμύριο δραχμές, όσο ήταν οι μισθοί πέντε χρόνων, κι ύστερα τράβηξα, δίχως δεύτερη σκέψη, για Θεσσαλονίκη.
Γλέντησα μια βδομάδα στα μπαρ με τους πτωχούς φίλους μου εκεί στην όμορφη πόλη πληρώνοντας, φυσικά, και για πάρτη τους, κι επέστρεψα στην υπηρεσία μου οδηγώντας μιαν απαστράπτουσα Opel Ascona, λευκού χρώματος. Τρομάξανε οι συνάδελφοι όταν με αντίκρισαν. Τους εκμυστηρεύτηκα την αλήθεια, δεν έκρυψα τίποτε, χτύπησαν εκείνοι το κεφάλι στον τοίχο, αλλά ήταν αργά πια, η τύχη επέλεξε να χαμογελάσει σε μένα. Κι ήμουν άρχοντας γυρίζοντας όλο τον τόπο στον ελεύθερο χρόνο μου και κυνηγώντας ερωτικές περιπέτειες με ωραίες γυναίκες.
Μα η αποθέωση με περίμενε όταν βόλταρα στο χωριό με την υπέροχη λιμουζίνα μου. Ελάχιστα τ’ αυτοκίνητα Ι.Χ. τότε, ιδίως στα χωριά, γι’ αυτό και την τριγύριζαν μικροί και μεγάλοι, άντρες, γυναίκες και την τρώγανε με τα μάτια. Και ρωτούσε κανείς τους με ζήλια και ολίγο από φθόνο: «απ’ το κ’τί ν’ αγόρασες, Σταθάκ’;» «Απ’ το κ’τί ν’ αγόρασα, όχι φορεμέν’», του απαντούσα κι έβαζα στη θέση του αυτόν κι όποιον άλλον δεν ήθελε να είναι απ’ το κ’τί αλλά μεταχειρισμένη!
Κι ύστερα, σαν κατέβηκα προς την πόλη, μου την πέσανε κάτι παλιές γκόμενες. Αυτές που πριν δε μου έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Μα τώρα όλο και με γυρόφερναν για να τις προσέξω και να τις πάω καμιά βόλτα στα πέριξ. Και κατέληξα, εντέλει, στην πρώην μου Μένη, χαϊδευτικό της Ερασμίας, που όση ομορφιά περίσσευε πάνω της, τόσο μυαλό έλειπε από μέσα της. Και λες και το κάνανε επίτηδες οι δικοί της, της κόλλησαν το Μένη, για να φτιάχνουμε ομοιοκαταληξίες με το χαμένη, βλαμμένη, φαντασμένη, κλαμένη και τέτοια. Κι όσο πριν απέφευγε η Μένη να βγαίνει μαζί μου, τόσο τώρα δεν έλεγε να βγαίνει σπ’ την Ascona μου, που έγινε η ερωτική μας φωλιά.
Και την ταξίδευα την… παινεμένη σε όμορφα ερημικά μέρη, σε μικρές θάλασσες, σε κρυφούς ελαιώνες, σε σκοτεινά μονοπάτια και γενικώς εκεί που δεν πατούσε ανθρώπινο πόδι και δεν έφτανε ο ελάχιστος ήχος. Ώσπου έγινε η στραβή και κοντέψαμε να γίνουμε τροφή για τα όρνια και τα κακά στόματα της μικρής και κλειστής κοινωνίας μας.
Δεν είχα χρόνο εκείνο το βράδυ, μπορεί να μπεζέρισα κιόλας τα πολλά χιλιόμετρα και αποφάσισα να την πάω στην άκρη της πόλης, δίπλα σ’ ένα νταμάρι, ένα κοίλο τοπίο, περίκλειστο από πέτρες και θάμνους, σίγουρο κι έρημο εκείνη την ώρα που έπεφτε πηχτό το σκοτάδι κι έπεφτε μαζί του η γαλήνη, ύστερα απ’ το γκάπα γκουπ και το βρόντο των μηχανών όλη μέρα. Μα δεν το λογάριασα το πράμα καλά. Καθόλου καλά.
Εκεί κοντά στη γειτονιά έμενε ο μάστρο Θύμιος, που είχε ένα μικρό συνεργείο και επισκεύαζε ποδήλατα και μοτοσακό κι έβγαζε ο χριστιανός ένα μικρό μεροκάματο για να ταΐζει την πολυμελή του οικογένεια, τρία κορίτσια, μάνα, πατέρα, πεθερικά… Μα ήταν ατίθασα τα κορίτσια του και αργούσαν να γυρίσουν σπίτι τα βράδια, γιατί γύριζαν κι αυτά με τους φίλους τους και χαίρονταν μαζί τους τα φιλιά και τα χάδια. Κι ήταν ο μάστρο Θύμιος απελπισμένος με τη ντόλτσε βίτα των κοριτσιών του. Και το ’βαλε από ένα σημείο και μετά τάμα να κάνει τσακωτό κανέναν απ’ τους γαμπρούς που κουβαλούσαν αργά τη νύχτα τα κορίτσια στο σπίτι και να του φορέσει με το στανιό την κουλούρα. Πήγαινα κι εγώ γυρεύοντας.
Ξεντυθήκαμε μια χαρά με τη Μένη, ακουμπήσαμε τα ρούχα μας στα πίσω καθίσματα κι επιδοθήκαμε αμέριμνοι στο ωραίο μας σπορ. Κι ούτε ακούσαμε ούτε είδαμε ούτε καταλάβαμε πότε πλησίασε την Ascona μου ο μάστρο Θύμιος κι έπιασε τη λαβή της μπροστινής πόρτας για να μας πετάξει με τις κλοτσιές έξω. Ευτυχώς είχα φροντίσει κι είχα σφραγίσει τις μπροστινές πόρτες, χωρίς ωστόσο να κάνω το ίδιο και στις πίσω. Και με τη φούρια που είχε ο μάστρο Θύμιος, άρπαξε αμέσως τη λαβή της πίσω πόρτας κι άπλωσε τη χερούκλα του πάνω στα ρούχα μας και τα τράβηξε έξω.
Ούτε κατάλαβα πότε πέταξα τη Μένη στη θέση τού συνοδηγού, πότε γύρισα το διακόπτη και πότε σπινάρισα αφήνοντας τον μάστρο Θύμιο πνιγμένο στη σκόνη με τα ρούχα στα χέρια του. Και πηγαίναμε τσίτσιδοι και οι δύο, απελπισμένοι κι αμίλητοι. Τώρα; Πάρκαρα σ’ ένα σκοτεινό μέρος μπας και μου ’ρθει καμιά φαεινή ιδέα. Και μου ’ρθε. Κατευθείαν στον φίλο μου Τρύφωνα. Κόρναρα και βγήκε ο άνθρωπος στο παράθυρο.
«Τι έπαθες, ρε πλειμπόι, τέτοια ώρα;» με αποπήρε ο Τρύφων.
Έτσι κι έτσι του εξήγησα με δυο μόνο τίτλους. Και πέρασα στο ζητούμενο. Μου έριξε ένα πρόχειρο παντελόνι δικό του κι ένα μπλουζάκι, έριξε και για τη Μένη ένα φουστάνι ό,τι να ’ναι της μάνας του κι έκλεισε το παράθυρο μην πάρουν μάτι οι γειτόνοι και μας κρεμάσουν τενεκέδες την επόμενη μέρα!
Πήρα την ascona μου την επόμενη μέρα κι εξαφανίστηκα. Κι άφησα στον μάστρο Θύμιο τα ρούχα μου και την απορία. Και με τη Μένη δε συνεχίσαμε. Πλήθυναν σε λίγο οι κούρσες, κι όλο και κανείς άλλος θα βρισκόταν να την πηγαίνει βόλτες τη Μένη!

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα