11.8 C
Arta
26 Απριλίου 2024

Το ιερό της Δωδώνης στο ιστορικό έργο του Ηροδότου

Διαβάστε επίσης

Ιδιαίτερης ιστορικής αξίας, όπως και αντίστοιχης σημασίας είναι τα στοιχεία που αντλούνται, για το ιερό της Δωδώνης, από το έργο του πατέρα της ιστορίας Ηροδότου. Στο πρώτο βιβλίο της «Ιστορίας» του, την Κλειώ, διηγείται ότι ο Λυδός βασιλιάς Κροίσος για δύο χρόνια, μετά τον θάνατο του γιου του, ζούσε μέσα στο πένθος. Βλέποντας όμως τη δύναμη των Περσών και του βασιλιά τους Κύρου να αυξάνεται συνεχώς, ο Κροίσος εγκατέλειψε το πένθος και ξεκίνησε τις προετοιμασίες, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με σκοπό να καταλάβει τους Πέρσες πριν γίνουν πανίσχυροι. Ωστόσο, επιθυμούσε να συμβουλευτεί και τους θεούς για την ορθότητα των κινήσεών του. Έτσι, απέστειλε ανθρώπους του στους Δελφούς, στη Δωδώνη αλλά και στη Λιβύη στο ιερό του Άμμωνα Δία για να ζητήσουν χρησμό.

Στο δεύτερο βιβλίο του, την Ευτέρπη, περιλαμβάνεται και ο «αιγύπτιος λόγος». Σε αυτόν, ο ιστορικός παραθέτει τη θεωρία του ότι η ελληνική θεολογία αντλεί την καταγωγή της από την Αίγυπτο. Σύμφωνα λοιπόν με τις πληροφορίεςπου αποκόμισε ο ίδιος από τη Δωδώνη, όπως αναφέρει στο έργο του, οι Πελασγοί, οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδος, θυσίαζαν πάντα και παρακαλούσαν τους θεούς. Ωστόσο, τους θεούς εκείνους δεν τους προσφωνούσαν με κάποιο όνομα ή επωνυμία, καθώς δεν γνώριζαν κανένα ούτε τους είχε μεταφερθεί από την παράδοσή τους. Τους ονόμαζαν θεούς επειδή είχαν δημιουργήσει και τοποθετήσει, θέσει, τα πάντα, ενώ όριζαν και τους νόμους. Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, μεταφέρθηκαν τα ονόματα των θεών από την Αίγυπτο. Το όνομα του Διονύσου, μάλιστα, έφτασε στην Ελλάδα πολύ αργότερα. Στη συνέχεια, συμβουλεύτηκαν το μαντείο της Δωδώνης εάν μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα ονόματα τα οποία είχαν έρθει από τους βαρβάρους. Το συγκεκριμένο μαντείο, θεωρούμενοως το αρχαιότερο από τα ελληνικά και το μοναδικό για εκείνη την περίοδο, χρησμοδότησε ότι μπορούσαν. Έτσι, με αφετηρία εκείνη την εποχή, πρώτοι οι Πελασγοί άρχισαν να θυσιάζουν στους θεούς, χρησιμοποιώντας και τα ονόματά τους. Η ελληνική θεογονία, επομένως, δημιουργήθηκε περίπου 400 χρόνια και όχι περισσότερα πριν από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Οι άνθρωποι της περιόδου έδωσαν στους θεούς τα ονόματά τους, τις τέχνες, τις ιδιότητες και τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά στον καθένα. Αντίστοιχα, οι προγενέστεροι ποιητές άντλησαν τα στοιχεία τους, για τους θεούς, από τα λεγόμενα των ιερειών της Δωδώνης.

Στο ίδιο βιβλίο του, ο Ηρόδοτος διηγείται και τον κοινό ιδρυτικό μύθο των μαντείων της Δωδώνης και της Λιβύης, όπως τον πληροφορήθηκε από τους Αιγύπτιους. Άκουσε, λοιπόν, από τους ιερείς του Δία στις Θήβες ότι οι Φοίνικες είχαν αρπάξει, από το ιερό των Θηβών, δύο γυναίκες ιέρειες. Την πρώτη την πούλησαν στη Λιβύη και τη δεύτερη στους Έλληνες. Αυτές οι δυο γυναίκες ίδρυσαν, ταυτόχρονα, τα δύο μαντεία στα αντίστοιχα έθνη. Η παραπάνω εκδοχή των ιερέων των Θηβών διαφοροποιείται από την αντίστοιχη που διηγούνται οι προμάντεις της Δωδώνης. Όταν λοιπόν ο ιστορικός επισκέφτηκε το μαντείο, τρεις ιέρειες, η μεγαλύτερη η Προμένεια, η δεύτερη η Τιμαρέτη και η νεώτερη η Νικάνδρη, του αφηγήθηκαν ότι δύο μαύρα περιστέρια έφυγαν από τις αιγυπτιακές Θήβες και έφτασαν το ένα στη Λιβύη και το άλλο στη Δωδώνη. Μόλις αφίχθη στον χώρο της Δωδώνης, το περιστέρι κάθισε επάνω σε μια βαλανιδιά και πρόσταξε με ανθρώπινη φωνή να ιδρυθεί εκεί μαντείο του Δία και οι παρευρισκόμενοι να τεθούν στην υπηρεσία του θεού. Το δεύτερο περιστέρι, αφού έφτασε στη Λιβύη, πρόσταξε τους κατοίκους να ιδρύσουν και εκεί ιερό του Άμμωνα Δία. Με το συγκεκριμένο μύθο, ήταν σύμφωνοι και όλοι οι Δωδωναίοι ιερείς.

Συνδυάζοντας ο ιστορικός τις παραπάνω εκδοχές και σχολιάζοντας, με κριτικό ορθολογιστικό πνεύμα, την παράδοση, εκφέρει τη δική του άποψη. Εάν λοιπόν οι Φοίνικες, πραγματικά, άρπαξαν τις δύο ιέρειες των Θηβών και πούλησαν τη μία στη Λιβύη και τη άλλη στην Ελλάδα, τότε η δεύτερη πουλήθηκε ως δούλη στους Θεσπρωτούς. Αφού διέμενε εκεί, ίδρυσε, κάτω από τη φηγό, ένα ιερό του Δία, όπως υπήρχε και στην πατρίδα της τις Θήβες, προκειμένου να διατηρεί ζωντανή την ανάμνησή του. Όταν αργότερα κατάφερε να μάθει την ελληνική γλώσσα, εξήγησε στους κατοίκους της περιοχής τη λειτουργία του. Αναφορικά με τον μύθο για τα δύο περιστέρια, ο Ηρόδοτος υποστηρίζει ότι οι δύο γυναίκες ονομάστηκαν έτσι από τους Δωδωναίους επειδή μιλούσαν βαρβαρική γλώσσα, ακατανόητη και οι φωνές τους έμοιαζαν σαν κρώξιμο πουλιών. Μόλις η γυναίκα κατάφερε να μιλήσει τη γλώσσα τους, τότε το περιστέρι μίλησε με ανθρώπινη φωνή. Τέλος, ο χαρακτηρισμός μαύρο περιστέρι φανερώνει ότι η γυναίκα καταγόταν από την Αίγυπτο. Από όλα τα παραπάνω, ο ιστορικός εξάγει το συμπέρασμα ότι και η μαντική τέχνη έφτασε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο.

Συνεχίζοντας με το 4ο βιβλίο της ιστορίας του Ηροδότου, τη Μελπομένη, όπου εμπεριέχεται και ο «σκυθικός λόγος». Εκεί, στη διήγησή του για τους Υπερβόρειους, αναφέρει ότι δυτικά, μετά τη χώρα των Σκυθών, υπάρχουν τα Αδριατικά Έθνη, ενώ ανατολικά συναντά κανείς τους Δωδωναίους, πρώτους από τους άλλους Έλληνες.

Οι αναφορές του ιστορικού ολοκληρώνονται με την εξιστόρηση των κινήσεων των Ελλήνων μετά την υποχώρηση των Περσών, γεγονότα περιλαμβανόμενα στο τελευταίο βιβλίο του, την Καλλιόπη. Στην προσπάθεια των Ελλήνων για τη σύναψη συμμαχίας με τους Σαμίους, ο ιστορικός παρεμβάλλει μια ιστορία για τον πατέρα του Έλληνα μάντη Διηφόνιου Εύηνο. Ο Εύηνος καταγόταν από την Απολλωνία. Στη συγκεκριμένη πόλη, υπήρχαν ιερά πρόβατα του Ηλίου. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, το κοπάδι έβοσκε, ελεύθερο, στις όχθες του Αώου. Τη νύχτα όμως και για την καλύτερη προστασία του, φυλασσόταν σε στάβλο, μακριά από την πόλη, από τους πλουσιότερους και γενναιότερους πολίτες της Απολλωνίας, οι οποίοι εκλέγονταν, διαδοχικά, για ένα χρόνο έκαστος. Όταν ήρθε η σειρά του Εύηνου, αυτός ξεκίνησε να φυλάει το κοπάδι. Ωστόσο, κάποια νύχτα, αφού τον πήρε ο ύπνος κατά τη διάρκεια της φύλαξης, ήρθαν λύκοι και σκότωσαν περίπου 60 πρόβατα. Μόλις ο Εύηνος αντιλήφθηκε το γεγονός, δεν είπε το παραμικρό σε κανέναν, έχοντας στο νου του να αντικαταστήσει τα πρόβατα, αγοράζοντας νέα. Αλλά οι πολίτες της Απολλωνίας κατάλαβαν τα γεγονότα και τον οδήγησαν σε δίκη. Εκεί, αρχικά του απήγγειλαν την κατηγορία ότι κοιμήθηκε κατά τη διάρκεια της φύλαξης και εν συνεχεία τον καταδίκασαν σε τύφλωση. Μόλις όμως εκτελέστηκε η ποινή του, τα κοπάδια σταμάτησαν να γεννούν και η γη να κάνει καρπούς. Τότε, οι πολίτες της Απολλωνίας απέστειλαν αντιπροσώπους τους στη Δωδώνη και στους Δελφούς να ρωτήσουν τους θεούς για τα αίτια αυτής της συμφοράς. Οι θεοί απάντησαν ότι είχαν διαπράξει αδικία απέναντι στον Εύηνο, τον φύλακα των ιερών προβάτων, στερώντας του την όραση. 

                                                              Κωνσταντίνα Ζήδρου

                                                                 Αρχαιολόγος

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα