19.8 C
Arta
26 Απριλίου 2024

Η αρχαία Αθαμανία στη γραμματεία του 4ου π.Χ. αι.

Διαβάστε επίσης

Στην κλασική περίοδο και πιο συγκεκριμένα στον 4ο π.Χ. αι. και στο έργο του Αριστοτέλη, απαντά μία ακόμη αναφορά στην Αθαμανία. Ο μεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος στα «Νόμιμα Βαρβαρικά» του, όπου περιγράφει αξιομνημόνευτα ήθη και έθιμα βαρβαρικών φύλων, διασώζει την πληροφορία ότι στην Αθαμανία οι γυναίκες είναι αυτές που καλλιεργούν τη γη, ενώ οι άντρες ασχολούνται με την κτηνοτροφία (Αριστοτέλης, Νόμιμα Βαρβαρικά, 8, 45, 611, 260, 54). Το συγκεκριμένο χωρίο αποδεικνύει τη φήμη της Αθαμανίας στον νοτιοελλαδικό κόσμο,  παρά  την  απομόνωση  εξαιτίας της  γεωγραφικής  της  θέσης,  επιβεβαιώνει τον καθαρά αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας της και τονίζει τη σημαντική θέση των γυναικών, οι οποίες προσφέρουν ισότιμα με τους άντρες. Το γεγονός ότι οι Αθαμάνες συγκαταλέγονται ανάμεσα στα βαρβαρικά φύλα θα πρέπει να εξηγηθεί σύμφωνα με πολιτικά και πολιτιστικά κριτήρια. Μια ακόμη άξια λόγου μαρτυρία στο έργο του Αριστοτέλη εμπεριέχεται στα «Μετεωρολογικά», όπου εξετάζονται και περιγράφονται φαινόμενα του ουρανού. Εκεί, επιδιώκει να οριοθετήσει την αρχαία Ελλάδα, η οποία επλήγη από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Έτσι, την τοποθετεί ανάμεσα στη Δωδώνη και τον Αχελώο, συμπεριλαμβάνοντας και την Αθαμανία, παρόλο που δεν την κατονομάζει (Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά, 352 α).

Στον ίδιο αιώνα, τον 4ο π.Χ. αιώνα, δραστηριοποιείται ο σημαντικός δάσκαλος της Ακαδημίας, μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος Εύδοξος από την Κνίδο. Στο έργο του «Αστρονομία» και στο κεφάλαιο Γης Περίοδος αναφέρει ότι στην Αθαμανία υπάρχει ιερό των Νυμφών, στην κρήνη του οποίου το νερό είναι φαινομενικά κρύο. Αν όμως κάποιος σκύψει επάνω του, αυτό θερμαίνεται και εάν πλησιάσει κάτι, όπως ένα φρύγανο, καίγεται με φλόγα (Εύδοξος, Αστρονομία, 351, 1 – 5). Και το συγκεκριμένο χωρίο επιβεβαιώνει τη φήμη της Αθαμανίας, η οποία είναι γνωστή και άξια λόγου για τον μεγάλο δάσκαλο της Ακαδημίας Εύδοξο, ενώ θα έγινε ακόμη πιο γνωστή μέσα από το έργο του αλλά αποτελεί και την πρώτη μνεία στα θρησκευτικά δρώμενα της περιοχής. Επιπλέον, αποδεικνύεται η ύπαρξη λατρείας των Νυμφών, μιας λατρείας αρκετά διαδεδομένης στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στην Αμβρακία, από την οποία η Αθαμανία έχει δεχτεί αρκετές λατρευτικές επιδράσεις.

Στον 4ο π.Χ. αι. ανάγεται και το έργο του ιστορικού Θεόπομπου από τη Χίο. Στην αποσπασματικά σωζόμενη  «Ιστορία του», διασώζει μια φήμη ότι στην πόλη Κραννώνα της Θεσσαλίας υπήρχαν μόνο δύο κόρακες, ενώ ποτέ δεν είχαν δει περισσότερους. Μάλιστα, αυτοί αποτελούσαν το έμβλημά της και απεικονίζονταν επάνω στις διάφορες συνθήκες της. Ωστόσο, πόλη Κραννών απαντά και στην Αθαμανία, ιδρυμένη από τον Κράννωνα τον Πελασγό. Και σε αυτή, λέγεται ότι υπάρχουν μόνο δύο κόρακες, ενώ όταν γεννιούνται νέοι οι παλιοί εγκαταλείπουν την πόλη (Θεόπομπος, Ιστορία, 2b, 115f, 267b, 1 – 4). Εδώ, πρόκειται ξεκάθαρα για μία μυθική παράδοση, η οποία επινοήθηκε με σκοπό να εξηγηθεί το έμβλημα της θεσσαλικής πόλης και πιθανώς σχετίζεται με κάποιο μυθικό περιστατικό από το παρελθόν της. Επιπλέον, ούτε ο ίδιος ο Θεόπομπος δείχνει να την πιστεύει και να την αποδέχεται, όπως προκύπτει από τη χρήση του «λέγεται». Ωστόσο, ο ιστορικός είναι  υποχρεωμένος  να την παραθέσει στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας και προκειμένου για την πληρότητα και αντικειμενικότητα του έργου του, χωρίς όμως να συμφωνεί και ο ίδιος.

 Η σημασία του συγκεκριμένου χωρίου έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για την ίδια ακριβώς μαρτυρία με την αντίστοιχη του Μιλήσιου γεωγράφου Εκαταίου του 6ου π.Χ. αι. Η άντληση της πληροφορίας και η χρήση της από το Θεόπομπο αποδεικνύει ότι η φήμη της Αθαμανίας εξακολουθεί και στην κλασική εποχή, διαφορετικά ο ιστορικός θα απέφευγε να αναφερθεί σε μια περιοχή άγνωστη και ασήμαντη για τους αναγνώστες του. Επιπλέον, οι κοινοί δεσμοί με τη Θεσσαλία εξακολουθούν, καθώς οι σχέσεις των δύο περιοχών πυκνώνουν. Μάλιστα, το χωρίο του Θεόπομπου μπορεί να αποτελεί και ένα πολιτικό παιχνίδι προσέλκυσης των Αθαμάνων στη Θεσσαλία και διατήρησης της συμμαχίας μαζί τους, μέσω του κοινού παρελθόντος που τους ενώνει και ταυτόχρονα αποτροπής δημιουργίας σχέσεων ή συμμαχίας με τα υπόλοιπα ηπειρώτικα φύλα.

Ο 4ος π.Χ. αιώνας και η κλασική εποχή ολοκληρώνεται με την αναφορά στο έργο του ποιητή Σκυθίνου από την Τέω. Ο Σκυθίνος διασώζει μια διαφορετική πληροφορία, γεωγραφικού ενδιαφέροντος. Αναφέρεται λοιπόν στους Κυλικράνες. Πρόκειται για ένα φύλο το οποίο κατοικούσε στους πρόποδες του όρους Οίτη της Θεσσαλίας, καταγόταν από κάποιον Κύλικο, Λυδό στη καταγωγή και συμπολεμιστή του Ηρακλή, ενώ  ένα τμήμα τους είχε φτάσει στην περιοχή από τη Λυδία. Στην ίδια περιοχή κατοικούν και οι Αθαμάνες (Σκυθίνος, 1a, 13, f1, 1 – 17). Η πληροφορία λοιπόν του Σκυθίνου επιβεβαιώνει το χώρο εγκατάστασης των Αθαμάνων και αποδεικνύει για άλλη μια φορά τις στενές σχέσεις τους με τη Θεσσαλία.

                                                                      Κωνσταντίνα Ζήδρου

                                                                           Αρχαιολόγος

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα